Η χθεσινή ετυμηγορία για τη Χρυσή Αυγή έφερε δημοκρατική ανακούφιση, δυνάμωσε την προφανή ιστορική σημασία της δίκης και δικαίωσε το ζωηρό ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας και της διεθνούς κοινότητας. Η υπόθεση συνδεόταν με ένα φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας, τη σχέση της βίας με την πολιτική δράση αλλά και της δημοκρατίας με τους επιγόνους του ναζισμού, και γι’ αυτό η απόφαση του δικαστηρίου είχε παγκόσμια απήχηση.

Ενώ, συνεπώς, διακυβεύονταν πολύ σημαντικά δημόσια αγαθά, η συζήτηση και το ενδιαφέρον μονοπωλήθηκαν, καθώς πλησιάζαμε προς το τέλος, από ένα ζήτημα που, κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να είχε προκύψει. Αναφέρομαι φυσικά στο χαρακτηρισμό ή όχι της Χρυσής Αυγής ως «εγκληματικής οργάνωσης» κατά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα. Ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό μεν, αλλά που θεωρώ ότι φωτίστηκε επαρκώς τόσο από το ανακριτικό υλικό όσο και από την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία και κατέστη διαφιλονικούμενο μόνον εξαιτίας της αστήρικτης, κατά την άποψη μου, πρότασης της Εισαγγελέως ότι δεν στοιχειοθετούνταν ο χαρακτηρισμός της «εγκληματικής οργάνωσης», γιατί δεν αποδεικνυόταν «κεντρικός σχεδιασμός» για τα διαπραχθέντα και δικαζόμενα εγκλήματα.

 

Πιστεύω, αντιθέτως, ότι δεν μπορούσε να μείνει αμφιβολία ως προς το ότι η Χρυσή Αυγή αποτελούσε «δομημένη» και με «διαρκή δράση» ομάδα-οργάνωση, που μετερχόταν τη βία ως βασικό μέσο δράσης και της οποίας μέλη προέβησαν, συνειδητά και ηθελημένα, σε κακουργηματικές πράξεις, οι οποίες έφθασαν ως το φόνο. Όλα αυτά αποδείχθηκαν και στις τρεις ενώπιον του δικαστηρίου συνεκδικαζόμενες υποθέσεις –των επιθέσεων κατά των Αιγύπτιων ναυτεργατών και των μελών του ΠΑΜΕ, καθώς και της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα: επιλογή «ιδεολογικών στόχων» (μετανάστες, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες με πολιτική άποψη), δράση ως παραστρατιωτικής ομάδας, ειδοποίηση και λήψη εντολών από πολιτικά στελέχη και τον ίδιο τον αρχηγό. Η διαπίστωση του χαρακτήρα της οργάνωσης, όσο αυτονόητη και αν μπορούσε να θεωρηθεί με βάση το κοινό αίσθημα και την πλειοψηφούσα επιστημονική άποψη, έπρεπε να λάβει την ορθή νομικά και δικονομικά μορφή –και είναι κρίσιμο που το δικαστήριο, και μάλιστα παραμερίζοντας την εισαγγελική πρόταση, το έπραξε.

Κρίσιμο είναι επίσης ότι η ετυμηγορία υπήρξε ομόφωνη, ότι καταδικάστηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι πρώην βουλευτές είτε για διεύθυνση (7 από αυτούς) είτε για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (οι υπόλοιποι 11) και ότι και στις τρεις υποθέσεις βρέθηκαν ένοχοι όλοι σχεδόν οι κατηγορούμενοι, κάτι που αποδεικνύει το βάθος και την εγκυρότητα στη συγκέντρωση του υλικού και τη διατύπωση της κατηγορίας (με εξαίρεση, για την οποία θα περιμένουμε την αιτιολογία, τη μετατροπή του αδικήματος, στην περίπτωση του ΠΑΜΕ, από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης).

Σημαίνουν όλα αυτά ότι επήλθε, όπως κατά κόρον ελέχθη, πλήρης κάθαρση στην υπόθεση και ότι «νίκησε η Δημοκρατία»; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Και η κάθαρση και η δημοκρατία απαιτούν ενσυναίσθηση και αυτογνωσία, που θα λείπουν όσο το πολιτικό σύστημα και το κοινωνικό σώμα δεν κοιτάξει κατάματα και τα ακόλουθα:

– Την έλξη και την απήχηση, εκλογική και κοινωνική, που είχε και διατήρησε για μεγάλο διάστημα η Χρυσή Αυγή, παρότι δεν έκρυψε το πρόσωπό της

– Την αποδοχή και «κανονικοποίηση» της από τα άλλα κόμματα, τα μέσα ενημέρωσης, τους απλούς πολίτες

– Την αποτυχία να απομονωθεί κοινοβουλευτικά και, αντίθετα, την εργαλειοποίηση των ψήφων των βουλευτών της σε ορισμένες περιπτώσεις, κορυφαία ανάμεσα στις οποίες είναι η προσπάθεια αλλαγής του εκλογικού νόμου

– Το γεγονός –που δεν μειώνει πάντως την ιστορική προσφορά του τότε Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, και του τότε Υπουργού Δημόσιας Τάξης, Νίκου Δένδια– ότι το πολιτικό και δικαστικό σύστημα δεν κινήθηκαν εναντίον της παρά μόνο μετά τη δολοφονία στο Κερατσίνι, ενώ ήδη είχε συγκεντρωθεί και ήταν σε γνώση των Αρχών πολύ υλικό σχετικό με εγκληματικές πράξεις

–  Την  αλλαγή, μετά την άσκηση δίωξης και ενώ εκκρεμούσε η δικαστική έκβαση, του άρθρου του ποινικού κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης και την απάλειψη της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για όσους, από εδώ και εμπρός, θα καταδικάζονταν.

Ας σκεφτούμε λοιπόν -ιδίως τα αίτια που επέτρεψαν την εμφάνιση και θεσμική αποδοχή ενός τέτοιου μορφώματος. Ας νιώσουμε ηθική ικανοποίηση -και για τη δημοκρατία αλλά περισσότερο για τη Μάγδα Φύσσα. Αλλά ας μην πανηγυρίσουμε –μέχρι τουλάχιστον να αλλάξουμε συλλογική στάση.

Ο Κ. Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος

Πηγή: capital.gr