Είναι η θεσμική αλλαγή είναι βασικό κλειδί της οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης και εξέλιξης; Tι προκάλεσε τις αποκλίσεις των κοινωνιών με την πάροδο του χρόνου; Και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την επιβίωση ορισμένων οικονομιών ακόμη και αν σταθερά έχουν κακή επίδοση για μεγάλες χρονικές περιόδους; O Καθηγητής Θεωρίας Θεσμών και Οικονομικής Πολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Ι. Βλιάμος απαντά στα ερωτήματα αυτά.

 

Ο Αριστοτέλης στο έργο του ‘Αθηναίων Πολιτεία’ υποστήριξε ότι κατά τον 5o και 4o π.Χ. αιώνα, οι πόλεις-κράτη με μεγάλη ανάπτυξη και ισχυρή θαλάσσια παρουσία, όπως η Αθήνα και η Κόρινθος και τα νησιά Σάμος, Κέρκυρα και Αίγινα διοικούνταν από δημοκρατικές κυβερνήσεις σε αντίθεση με τα κράτη που διέθεταν ισχυρές χερσαίες δυνάμεις και χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας των πολιτών (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρος και Σπάρτη), τα οποία είχαν ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή αυταρχικούς βασιλείς. Η θέση αυτή φαίνεται να ίσχυε και μεταγενέστερα. Βασιζόμενοι στην επιχειρηματολογία αυτή, ο καθηγητής κ. Νίκος Κυριαζής και ο υπογράφων, σε μελέτη μας (2006) υποστηρίξαμε ότι η δημοκρατία και η θαλασσοκρατορία σχετίζονται μέσα από μια αμφίδρομη σχέση με τη δημιουργία θεσμών που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη. Η ισχύς στην θάλασσα συνδέθηκε με την εμφάνιση νέων θεσμών και οργανισμών οι οποίοι μείωσαν την αβεβαιότητα δημιουργώντας  σταθερές δομές για τις ανθρώπινες ανταλλαγές: Το διεθνές εμπόριο, που την εποχή εκείνη ταυτιζότανε με τις θαλάσσιες μεταφορές, επέβαλε την ανάπτυξη εξειδικευμένων οργανωτικών δεξιοτήτων και την διενέργεια υψηλών επενδυτικών δαπανών. Και οι δύο αυτοί παράγοντες δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν αν δεν θεσμοποιούνταν νέες μορφές οργάνωσης με στόχο την μείωση των αβεβαιοτήτων και των τριβών, εκείνου δηλαδή που σήμερα θα αποκαλούσαμε συναλλακτικό κόστος. Έτσι, αν κανείς περιδιαβεί τα σχετικά θέματα στην ιστορική τους εξέλιξη, θα διαπιστώσει ότι από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οικονομική ανάπτυξη και ευημερία ακολουθεί την δημιουργία δημοκρατικών θεσμών και οργανισμών: Για παράδειγμα, τον 3ο π.Χ. αιώνα η Ρώμη, η Ρόδος στην Ανατολική Μεσόγειο, η Μασσαλία στη Δυτική, ήταν δημοκρατίες και ισχυρές ναυτικές δυνάμεις με σημαντική ανάπτυξη. Στον Μεσαίωνα, η Βενετία, η Γένοβα, η Πίζα, το ίδιο. Παρόμοια ευρήματα μπορεί να εντοπίσει κανείς στις Ηνωμένες Επαρχίες (Ομοσπονδία των επτά ανεξάρτητων Επαρχιών της Ολλανδίας) και την Αγγλία, όπου λειτουργούσε ήδη Κοινοβούλιο κατά την βασιλεία της Ελισάβετ Ι τον 17ο αιώνα οπότε έγινε και μεγάλη θαλάσσια δύναμη μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688.

Ιστορικά και μέχρι τις μέρες μας, οι οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες που  έχουν επιτελεστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, προκάλεσαν ανακατατάξεις μεταξύ των χωρών τόσο ως προς το επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας των ανθρώπων όσο και ως προς την δυνατότητα επιβίωσης των οικονομιών και των κοινωνιών. Έτσι εγείρονται δύο βασικά ερωτήματα; Πρώτον, τι προκάλεσε τις αποκλίσεις των κοινωνιών με την πάροδο του χρόνου; Και δεύτερον, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την επιβίωση ορισμένων οικονομιών ακόμη και αν σταθερά έχουν κακή επίδοση για μεγάλες χρονικές περιόδους; 

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι πολύ απλούστερη από αυτή του δευτέρου: Από τη μια πλευρά, οι διάφορες χώρες είναι προικισμένες με διαφορετικούς πόρους που αναπτύσσονται σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες και από την άλλη, οι ανθρώπινες κοινότητες διαθέτουν  διαφορετικές ικανότητες που οφείλονται σε διαφορετικές γλώσσες, έθιμα, παραδόσεις, νοοτροπίες και προκαταλήψεις. Σε αντίθεση λοιπόν με αυτά που τα νεοκλασικά υποδείγματα διεθνούς εμπορίου προτείνουν (σύγκλιση), υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των οικονομιών.   

Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα τώρα. Αν και η τρέχουσα (χρηματο)οικονομική κρίση φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση πολλών χωρών, δεν φαίνεται αυτές να διατρέχουν τουλάχιστον άμεσα τον κίνδυνο οικονομικού αφανισμού τους. Και παλαιότερα σε παρόμοιες καταστάσεις, όταν ο κόσμος περίμενε την χρεοκοπία και τελικά την καταστροφή των χωρών αυτών, εν τούτοις η επίμονη κακή απόδοση τους δεν στάθηκε ικανή να τις εξουδετερώσει. Και το ερώτημα είναι γιατί;  Οι οικονομολόγοι, που ασχολούνται με την ανάλυση των θεσμών και την συμπερίληψη τους ως σημαντικού παράγοντα στην οικονομική θεωρία και πολιτική, όπως ο υπογράφων το παρόν άρθρο, υποστηρίζουν ότι με την πάροδο του χρόνου ο υπέρτατος θεσμός της δημοκρατίας και της ελεύθερης επιλογής επικρατεί έναντι όλων των άλλων. Οι ανεπαρκείς θεσμοί ξεριζώνονται, οι αποτελεσματικοί επιβιώνουν και έτσι υπάρχει μια σταδιακή εξέλιξη επαρκέστερων μορφών οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η θεσμική αλλαγή είναι βασικό κλειδί της οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης και εξέλιξης. Βέβαια οι αντιλήψεις των δρώντων παίζουν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή αυτή. Οι ιδεολογίες επηρεάζουν τις υποκειμενικές δομές των θεσμών που δημιουργούνται ή μεταφυτεύονται από την πολιτεία. Οι θεσμοί αυτοί καθορίζουν τις επιλογές οι οποίες πλέον γίνονται όλο και  περισσότερο πολύπλοκες.  

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της πολιτείας και της οικονομίας, η ποικιλία βαθμών διαπραγματευτικής ισχύος ως προς την επιρροή της θεσμικής αλλαγής, καθώς και η εμμονή σε δεσμεύσεις του παρελθόντος, όλα αυτά συντελούν σε μια πολυπλοκότητα στην διαδικασία της εξέλιξης των κοινωνιών και οικονομιών. Οι θεσμοί αντικατοπτρίζουν ιδέες, ιδεολογίες και πεποιθήσεις από την πλευρά της πολιτείας. Συνήθως αυτές είναι μερικώς μόνον επεξεργασμένες για τις πραγματικές συνέπειες που προκαλούνται από την εφαρμογή των θεσμών που τις αντιπροσωπεύουν και έτσι πολλές φορές υφίσταται ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων. Έχουν παρατηρηθεί μερικές απόπειρες μίμησης θεσμών και αντιγραφή τους από άλλες επιτυχέστερες κοινωνίες και οικονομίες. Δυστυχώς όμως οι επιτυχέστερες οικονομίες δεν αποτελούν πάντοτε παράδειγμα προς μίμηση για τις άλλες τις  μη- αποτελεσματικές οικονομίες. Πολλές φορές οι δεύτερες εμμένουν σε μια μοναχική πορεία σαν κάτι να τις εμποδίζει να υιοθετήσουν τους θεσμούς αυτούς. Μπορεί να παραχθούν νέοι θεσμοί που να είναι παρόμοιοι με τους επιτυχημένους των άλλων χωρών. Να μοιάζουν αλλά να μην είναι οι ίδιοι. Γιατί πώς θα μπορούσαν να είναι εφ’ όσον οι ανθρώπινες κοινότητες σε διαφορετικές χώρες ‘….. διαθέτουν  διαφορετικές ικανότητες που οφείλονται σε διαφορετικές γλώσσες, έθιμα, παραδόσεις, νοοτροπίες και προκαταλήψεις’, όπως είπαμε σε προηγούμενο σημείο αυτού του άρθρου δικαιολογώντας τις αποκλείσεις μεταξύ των χωρών. Αν οι καλοί ξένοι θεσμοί μεταφέρονταν εύκολα τότε η ιστορία, η πολιτική και η παιδεία δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο στην πορεία της χώρας. Η μεταφορά ‘νέων’ θεσμών σε υποκατάσταση κάποιων άλλων παλαιών θα προσφέρει μια ‘τεχνική’ λύση, αλλά η απλή μεταφορά τους στο παγιωμένο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο θα δημιουργήσει έναν θεσμικό δρόμο πολύ λιγότερο αποτελεσματικό από ότι ήταν εκείνος που εγκαταλείφθηκε. Και στην περίπτωση αυτή οι νέοι εισαγόμενοι θεσμοί δεν ενσωματώνονται στην κοινωνία, δεν προκαλούν πολλαπλασιαστικές αναπτυξιακές τάσεις και δεν εγκαινιάζουν συμμετοχικές διαδικασίες, με άλλα λόγια δεν προκαλούν εκείνο που οι οικονομολόγοι ονομάζουν αυξανόμενες αποδόσεις. Στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά πράγματα από τους ‘νέους / εισαγόμενους’ θεσμούς.

Οι θεσμοί λοιπόν, αρχίζουν να παίζουν ρόλο από την στιγμή που παρουσιάζουν αυξανόμενες αποδόσεις. Ο καθηγητής Douglas North, κάτοχος του Nobel στην οικονομία για το έτος 1993, παρατηρεί ότι ακόμα και όταν οι θεσμοί δημιουργούνται de novo, το μεγάλο αρχικό κόστος εγκαθίδρυσης σε συνδυασμό με την μεγάλη αβεβαιότητα για την μονιμότητα του συγκεκριμένου κανόνα, συντείνουν σε μια πολύ μικρή επίδραση πάνω στην κοινωνική αποτελεσματικότητα.  Πέραν όμως του αρχικού κόστους, θα υπάρξει και επί πλέον κόστος συντονισμού με άλλες απαραίτητες συμπληρωματικές δραστηριότητες.  Όταν όμως οι θετικές μαθησιακές επιπτώσεις αποκαλύψουν το σύνολο των ευκαιριών που παρέχει το νέο θεσμικό πλαίσιο, θα προκύψουν δράσεις για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που ορίζονται από αυτό το πλαίσιο. Όμως δεν μας βεβαιώνει κανείς ότι οι δεξιότητες που θα αποκτηθούν θα συντελέσουν στην αύξηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Με το χρόνο όμως, θα προκύψει ένα αλληλεξαρτώμενο δίκτυο θεσμικού συμπλέγματος που θα διαμορφώσει την μακροπρόθεσμη πορεία της κοινωνίας και οικονομίας. Αν αυτό το θεσμικό σύμπλεγμα χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες αποδόσεις και αν δεχθούμε ότι η μακροπρόθεσμη αλλαγή της κοινωνίας είναι η αθροιστική συνέπεια αμέτρητων βραχυπρόθεσμων αποφάσεων που έχουν ληφθεί από πολιτικά και οικονομικά υποκείμενα δράσης, τότε παρόλο που τα συγκεκριμένα βραχυπρόθεσμα μονοπάτια είναι απρόβλεπτα, η συνολική κατεύθυνση μακροπρόθεσμα είναι και περισσότερο προβλέψιμη και πιο δύσκολα αναστρέψιμη.