Οι κ. Νίκος Βαρελίδης  (PRISMA ΕΠΕ) &  Γιώργος Ναθαναήλ (REMACO Α.Ε.) είναι Σύμβουλοι Επιχειρήσεων, οι οποίοι συμμετείχαν στον Τεχνικό Σύμβουλο της Κεντρικής Επιτροπής Απλούστευσης Διαδικασιών. Στο άρθρο που ακολουθεί αναλύουν το καυτό θέμα της γραφειοκρατίας.

«Η συντομία είν’ της σοφίας η ψυχή»

Άμλετ II ii 90

Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Γραφειοκρατίας. Από την μία,  κυβερνήσεις, σχολιαστές, ειδικοί, και δημόσιοι υπάλληλοι ομολογούν ότι αποτελεί την ισχυρότερη τροχοπέδη για ένα αποτελεσματικό κράτος. Από την άλλη, η αντιμετώπισή της προσεγγίζεται με απλοϊκά συνθήματα όπως «επανίδρυση του κράτους», «πάταξη της γραφειοκρατίας», ή «αλλαγή νοοτροπίας»,  χωρίς όμως συγκεκριμένο σχέδιο αλλαγής·  απλώς  παραπέμπουν στην πολιτική βούληση των εκάστοτε υπουργών, ή στο φιλότιμο του κάθε υπαλλήλου. Η κατάληξη είναι μονότονα η ίδια: είτε μονοδιάστατες θεραπείες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, (αγνοώντας τον σύνθετο χαρακτήρα της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, καθώς διαπιστώθηκε και από τα σχετικά πενιχρά αποτελέσματα του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του 3ου ΚΠΣ), είτε θεσμικές ρυθμίσεις, που δεν ακολουθούνται από μέτρα τα οποία θα εξασφάλιζαν την εφαρμογή τους στην πράξη.

Από πού πηγάζει η γραφειοκρατία; Πρωταρχικά από το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή το σύνολο των νόμων, Προεδρικών Διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων που ρυθμίζουν τις διαδικασίες με τις οποίες η δημόσια διοίκηση διεκπεραιώνει τα καθήκοντά της.  Οι ρυθμίσεις αυτές είναι, κατά γενική ομολογία, εξαιρετικά πολύπλοκες, πολύ συχνά περιττές, ασαφείς, αντιφατικές και επιδεκτικές πολλαπλών ερμηνειών. Επιπλέον, δεν είναι κωδικοποιημένες, δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες της διακυβέρνησης, και δεν αξιοποιούν τις Τεχνολογίες Πληροφορικής. Έτσι το κόστος εφαρμογής τους συχνά υπερβαίνει το δημόσιο όφελος – οικονομικό, ή άλλο -- και  συνήθως εφαρμόζονται τυπολατρικά από τις Δημόσιες Υπηρεσίες.

Δυστυχώς η  λύση στο πρόβλημα είναι γνωστή από πολύ καιρό, αποτελώντας καθιερωμένη πρακτική στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ: είναι η απλούστευση των διαδικασιών, με στόχο όχι απλώς την ποιοτικά καλύτερη εξυπηρέτηση των συναλλασσόμενων με το δημόσιο πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά πολύ συγκεκριμένα και την μείωση του διοικητικού βάρους που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Το βάρος αυτό έχει υπολογισθεί -- από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και όχι από τις Ελληνικές Αρχές -- έως το 4,4% του ΑΕΠ, από τα μεγαλύτερα μεταξύ των μελών της Ένωσης, και ετησίως όσο μισό Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης!

 

Στην Ελλάδα όμως δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική απλούστευσης, και στην πράξη αντιμετωπίζεται ως κατάργηση περιττών ρυθμίσεων. Στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Διοικητική Μεταρρύθμιση» του ΕΣΠΑ έχουν ενταχθεί μέτρα απλούστευσης και κωδικοποίησης της νομοθεσίας, με κατ’ αρχήν στόχο την μείωση του διοικητικού βάρους των επιχειρήσεων κατά 25% μέχρι το 2013, χωρίς όμως αντίστοιχο στόχο για το διοικητικό βάρος των υπηρεσιών.

 Τα οφέλη, αλλά και οι δυσκολίες της απλούστευσης, αποδείχθηκαν παραστατικά από το έργο και τα πορίσματα της Κεντρικής Επιτροπής Απλούστευσης Διαδικασιών, (διυπουργικής επιτροπής υπηρεσιακών στελεχών,  και εκπροσώπων του Συνηγόρου του Πολίτη, του ΣΕΒ και του ΕΒΕΑ υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών). Το απτό συμπέρασμα; Η αποτελεσματική απλούστευση  αφορά  τελικά όχι μόνον την ποιότητα των ρυθμίσεων, αλλά όλους τους συντελεστές  της ποιότητας της διακυβέρνησης, δηλαδή: την συμμετοχή και τη λογοδοσία, την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, την εφαρμογή της νομιμότητας, και τον έλεγχο της διαφθοράς.

Η πολύ πλούσια καταγεγραμμένη διεθνής εμπειρία, καθώς και η περιορισμένη, αλλά πολύ διδακτική, ελληνική εμπειρία δεν αφήνουν αμφιβολία για το τι πρέπει να γίνει, αν όντως θέλουμε να  αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της γραφειοκρατίας στις πραγματικές του διαστάσεις και σε εύλογους χρόνους. Αναφέρουμε επιγραμματικά 9 βασικές αρχές που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πολιτική και όλες τις προσπάθειες απλούστευσης:

  1. Ολοκληρωμένες παρεμβάσεις απλούστευσης, οι οποίες δεν περιορίζονται στις θεσμικές ρυθμίσεις, αλλά αντιμετωπίζουν με συστημικό τρόπο όλες τις παραμέτρους λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης που επηρεάζουν: α) την αποτελεσματικότητα της  εφαρμογής των ρυθμίσεων, και β) την επίτευξη των στόχων πολιτικής, όπως (θα πρέπει να) έχουν τεθεί εξαρχής.
  2. Πολιτική δέσμευση για τις αναγκαίες αλλαγές: όταν η αξιολόγηση δείχνει ότι μια διαδικασία πάσχει, το σωστό ερώτημα δεν είναι: "αν μπορούμε να την αλλάξουμε;", αλλά: "πώς θα την αλλάξουμε;"
  3. Υποχρεωτική διαβούλευση με τους ίδιους τους χρήστες των υπηρεσιών --  και όχι μόνο τους εκπροσώπους τους --  και με όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
  4. Θέσπιση ποιοτικών και ποσοτικών -μετρήσιμων- στόχων απλούστευσης και συστηματική ex ante αξιολόγηση αποτελεσμάτων και επιπτώσεων και για τις δύο πλευρές της συναλλαγής, δηλαδή τους πολίτες και τις επιχειρήσεις αφενός, και  τις δημόσιες υπηρεσίες αφετέρου. Είναι  αποκαλυπτικό ότι σε διαδικασίες που απλούστευσε η ΚΕΑΔ,  οι εκτιμήσεις για την μείωση του διοικητικού βάρους των επιχειρήσεων, αλλά και των εμπλεκόμενων δημοσίων υπηρεσιών, ήταν της τάξης του 30-50%.
  5. Συστηματική κοινή μεθοδολογία απλούστευσης  χρησιμοποιώντας κριτήρια αξιολόγησης κάθε στοιχείου μίας διαδικασίας. Χαρακτηριστικά κριτήρια, υπό μορφή ερωτημάτων, που ανέδειξε η εμπειρία της ΚΕΑΔ είναι:
  • Περιορίζεται η δυνατότητα συναλλαγής του ενδιαφερόμενου πολίτη, ή η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας;
  • Υπάρχουν ελλείψεις στην σαφήνεια, την επάρκεια και την πρόσβαση στον πολίτη, ή την επιχείρηση, της απαραίτητης πληροφορίας;
  • Επιβαρύνεται ο πολίτης, ή η επιχείρηση, με υπερβολικό διοικητικό βάρος, σε αναντιστοιχία προς το δημόσιο όφελος;
  • Επιβαρύνεται η δημόσια υπηρεσία με υπερβολικό άμεσο οικονομικό κόστος;
  • Δικαιολογείται αντικειμενικά ο χρόνος διεκπεραίωσης;
  • Τίθεται δεσμευτική χρονική προθεσμία διεκπεραίωσης;

Τα παραπάνω κριτήρια μπορεί να φαίνονται προφανή, είναι όμως εντυπωσιακό πόσο σπάνια ερωτώνται.

  1. Ενσωμάτωση της απλούστευσης στην καθημερινή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, με τον μετασχηματισμό των μονάδων οργάνωσης των υπουργείων σε εστίες διοικητικής αλλαγής, με κεντρικό συντονισμό και παροχή τεχνογνωσίας από το Υπουργείο Εσωτερικών, σε συνδυασμό με την πλήρη αξιοποίηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση» για παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας που απαιτούν αυξημένους πόρους και τεχνογνωσία.
  2. Συνδυασμός προληπτικής και κατασταλτικής απλούστευσης.  Προληπτικά: υποχρεωτική αξιολόγηση με κριτήρια απλούστευσης των επιπτώσεων κάθε νέας ρύθμισης, και μέτρηση του διοικητικού βάρους που επιφέρει, στον πολίτη, την επιχείρηση, ή τις εμπλεκόμενες δημόσιες υπηρεσίες. Κατασταλτικά: αξιολόγηση ισχυουσών ρυθμίσεων.
  3. Διεύρυνση και επιτάχυνση της προσπάθειας απλούστευσης για την  παραγωγή μιας κρίσιμης μάζας ορατών μετρήσιμων αποτελεσμάτων σε εύλογο χρονικό ορίζοντα, π.χ. τριετίας. Αυτό θα επιτευχθεί με χαρτογράφηση των διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης, θεματική ομαδοποίησή τους με «πελατοκεντρικά» κριτήρια, θέσπιση προτεραιοτήτων απλούστευσης, και εκπόνηση και δρομολόγηση συγκεκριμένου σχεδίου  δράσης.
  4. Παρακολούθηση, ex post αξιολόγηση και δημοσιοποίηση της εφαρμογής, των αποτελεσμάτων, και των επιπτώσεων  κάθε προσπάθειας απλούστευσης και της πολιτικής απλούστευσης συνολικά.

Οι παραπάνω προτάσεις, μεμονωμένα, δεν κομίζουν «γλαύκα ες Αθήνας». Αν όμως εφαρμοστούν ολοκληρωμένα, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι θεαματικό, αποτελώντας ένα από τα καλύτερα παραδείγματα διαφάνειας στη δημόσια διακυβέρνηση, αλλά και ουσιαστικής συμβολής στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της πραγματικής οικονομίας.