του Δημήτρη Γ. Τσιμπανούλη, Διδάκτορος Νομικής, Δικηγόρου

 

Όπως μια επιχείρηση, ένα νοικοκυριό, έτσι και το κράτος πρέπει να κρατά ισορροπία στα οικονομικά του. Δεν μπορεί να ζει συνέχεια με δανεικά, να είναι επί δεκαετίες ελλειμματικό και να βασίζεται σε μια ψευδεπίγραφη, ελέω κατανάλωσης, ανάπτυξη. Γιατί όταν βρεθεί ένα κράτος σε μια κατάσταση σαν αυτή που περιγράφηκε παραπάνω, οι δανειστές του θα σταματήσουν να το χρηματοδοτούν και θα περιέλθει σε δεινή θέση, ιδίως όταν δεν έχει αυτάρκεια και εξαρτάται από προϊόντα που εισάγει από το εξωτερικό: Τρόφιμα, φάρμακα, πετρέλαιο και τόσα άλλα.

Τα τελευταία τρία χρόνια η χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή οικονομική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της σε επίπεδα υψηλά και απαγορευτικά, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές στα τέλη Απριλίου του 2010. Έτσι αναγκάστηκε η Ελλάδα να υπαχθεί στον ευρωπαϊκό και διεθνή μηχανισμό στήριξης της οικονομίας, για να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία.

Οι αγορές απέβαλαν μάλιστα ταχύτατα τη χώρα μας από τους κόλπους τους, αφαιρώντας περί τον Ιούλιο του 2010 τα ομόλογά της από τους κυριότερους δείκτες ομολόγων αναπτυγμένων κρατών, με αποτέλεσμα κανείς ιδιώτης να μην επενδύει σ’ αυτά. Δεν έδωσαν έτσι καθόλου χρόνο στα – εντελώς απροετοίμαστα να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κρίση – κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στους διεθνείς οργανισμούς να λάβουν όποια ουσιαστικά μέτρα για την ενίσχυση της χώρας μας θα μπορούσαν αυτά να αποφασίσουν.

Το 2011 το συνολικό δημόσιο χρέος έφτασε τα 368 δις€, ξεπερνώντας το 169% του ΑΕΠ. Με τους αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012, η δυναμική του δημόσιου χρέους είχε προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.

Η λήψη μέτρων για την ελάφρυνσή του ήταν επιτακτική, αφού, υπό τις κρατούσες συνθήκες, το χρέος δεν ήταν βιώσιμο. Η πλήρης, στο σύνολό του, εξυπηρέτηση από το Ελληνικό Δημόσιο ήταν αδύνατη. Συντομότατα, η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να κηρύξει στάση πληρωμών, με όλες τις τραγικές συνέπειες που θα είχε για τη χώρα και τους Έλληνες μια τέτοια εξέλιξη – δεν ήταν υπερβολές αυτά που είπαν ο πρωθυπουργός της χώρας, οι πολιτικοί αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων κομμάτων και ο υπουργός οικονομικών στη Βουλή στις 11 και12 Φεβρουαρίου –, που δεν μπορούμε καν να τις φανταστούμε.

Τι κάνει ένας επιχειρηματίας, ένας νοικοκύρης, σε μια αντίστοιχη περίπτωση, όταν τον έχουν πνίξει τα χρέη του, αν δεν θέλει να κηρύξει στάση πληρωμών, οπότε κινδυνεύει να του βγάλουν στο σφυρί ό,τι έχει και δεν έχει; Ή ζητάει κι άλλα δανεικά, για να μπορέσει να ορθοποδήσει – αν καταφέρει να πείσει κάποιον να τον δανείσει σ’ αυτή τη θέση που έχει περιέλθει – ή ζητάει από τους πιστωτές του να του χαρίσουν ένα μέρος από τα χρέη του, έτσι ώστε, με λιγότερο βάρος στους ώμους, να μπορέσει να τα βγάλει πέρα εργαζόμενος σκληρά και κάνοντας θυσίες.

Πρόκειται για τη λεγόμενη αναδιάταξη ή αναδιάρθρωση του χρέους, που είναι γνωστή στις εταιρίες, στο πλαίσιο των μέτρων εξυγίανσης.Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη χώρα μας με το PSI (Private Sector Involvement, τη Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα). Είναι η εθελοντική συμμετοχή των πιστωτών μας του «ιδιωτικού τομέα» στο φέσι που τους φορέσαμε.

Επειδή οι δανειστές μας έχουν χάσει πολλά και φοβούνται ότι θα χάσουν περισσότερα αν δεν μας δώσουν μια ευκαιρία να ορθοποδήσουμε, δέχονται να περικόψουν τις απαιτήσεις τους, να «κουρευτεί» το χρέος μας, για να μπορέσουμε, με λιγότερα βάρη, να τα βγάλουμε πέρα και να τιμήσουμε τις καινούργιες μας υποχρεώσεις, που, με το «κούρεμα», θα έχουν έρθει στα μέτρα μας.

Εκτός από «ευσπλαχνικούς» δανειστές, που μας χαρίζουν χρέη, βρήκαμε μάλιστα και χρηματοδότη για να κάνουμε αυτό το συμβιβασμό, αυτή την αναδιάρθρωση του χρέους μας: Τα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που πέρα από τα 110 δισ. ευρώ που αποφάσισαν να μας δανείσουν το 2010, έρχονται τώρα να μας δανείσουν ακόμη περισσότερα χρήματα, για να πείσουν τους δανειστές μας του ιδιωτικού τομέα να δεχθούν να παραιτηθούν οικειοθελώς από μέρος μεγάλο των απαιτήσεών τους.

Η Ευρωζώνη, στις Συνόδους Κορυφής της 21ης Ιουλίου και της 26ης Οκτωβρίου 2011, σε συνέχεια προηγούμενων αποφάσεών της στις Συνόδους Κορυφής της 11ης και 25ης Μαρτίου 2011, κάλεσε τους ιδιώτες επενδυτές να συμβάλουν στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της χώρας μας μαζί με τους φορολογούμενους των άλλων κρατών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να αποσεισθεί ένα μέρος του βάρους από τους Έλληνες φορολογούμενους, που φέρουν και θα εξακολουθούν, βεβαίως, να σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους που τους φόρτωσαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, που υποθήκευσαν το μέλλον των νεότερων γενιών.

Πρόκειται για ένα είδος τριμερούς χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας, που αδυνατεί να προσφύγει στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με τρόπο βιώσιμο. Αυτή την ουσιαστική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, για να καταστεί αυτό βιώσιμο, τη δέχθηκαν οι πιστωτές και οι εταίροι μας όχι, βέβαια, από φιλανθρωπία, αλλά για να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα: Οι πιστωτές φοβόντουσαν ότι θα χάσουν όλες τους τις επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα αν πτώχευε η Ελλάδα και τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης φοβόντουσαν τη μετάδοση της κρίσης στις χώρες τους. Ο φόβος φυλάει τα έρμα!

Ενα όμως είναι γεγονός: Την περασμένη Παρασκευή η Ελληνική Κυβέρνηση, με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατάφερε να απαλλάξει τον Ελληνικό Λαό από ένα βάρος που πλησιάζει τα 100 δισεκατομμύρια: Όλα τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, ύψους 177 δισεκατομμυρίων Ευρώ περίπου, θα κουρευτούν κατά 53% (στην πραγματικότητα ακόμη περισσότερο, αν λάβει κανείς υπόψη τις προθεσμίες αποπληρωμής). Και ελπίζουμε ότι θα γλυτώσουμε και αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ ακόμη από τα υπόλοιπα ομόλογα που έχουν οι ιδιώτες επενδυτές και διέπονται από άλλα δίκαια. Είναι η πρώτη φορά στα διεθνή χρονικά που γίνεται μια τόσο μεγάλη άφεση χρέους κράτους, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης και συντεταγμένης αναδιάρθρωσης.

Πώς έγινε αυτό;Το Ελληνικό Δημόσιο, έχοντας εξασφαλίσει – υπό αυστηρότατους όρους – χρηματοδότηση από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάλεσε τους δανειστές του, κυρίους των ομολόγων που είχε εκδώσει, να συναινέσουν στην ανταλλαγή των ομολόγων τους με νέα, που θα εκδώσει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος και το Ελληνικό Δημόσιο, μικρότερης ονομαστικής αξίας κατά 53% περίπου από τα σημερινά.

Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε, ύστερα από εξαιρετική προετοιμασία και καλό συντονισμό με τους εταίρους μας, στις 23 Φεβρουαρίου. Και στέφθηκε από επιτυχία: Από τα 177 δισ. € περίπου ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, κύριοι ομολόγων αξίας περίπου 152 δισ. € δέχτηκαν αυτή την προσφορά. Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς: Οι υπόλοιποι, που έχουν ομόλογα 25 δισ. €, θα πάρουν όλα τα λεφτά τους; Και για ποιο λόγο τότε οι άλλοι των 152 δισ. € να δεχθούν μείωση των απαιτήσεών τους;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Όλοι οι ομολογιούχοι, και των 177 δισ. €, θα υποστούν το κούρεμα. Ακόμη και αυτοί που δεν συνήνεσαν ή κι αυτοί που δεν πήγαν να ψηφίσουν. Γιατί; Επειδή η μειοψηφία δεσμεύεται από την (ενισχυμένη) πλειοψηφία. Αυτό ακριβώς ρύθμισε ο νέος νόμος 4050/2012, που εφαρμόστηκε περίπου μισό μήνα αφότου ετέθη σε ισχύ (23.2.2012): Εφόσον επιτευχθούν απαρτία του ½ των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, το κούρεμα των οποίων προτείνει το Ελληνικό Δημόσιο στους ομολογιούχους, και πλειοψηφία τουλάχιστον των 2/3 αυτών που συμμετείχαν στη διαδικασία, τότε η απόφαση αυτή της πλειοψηφίας για το «κούρεμα» δεσμεύει και τη μειοψηφία.

Οι νέες αυτές διατάξεις προέρχονται από τη διεθνή πρακτική και είναι γνωστές ως «Ρήτρες (κανόνες) Συλλογικής Δράσης» (Collective Action Clauses). Οι πιστωτές ξέρουν ότι, αν δεν συναινέσουν, κινδυνεύουν να χάσουν πολύ περισσότερα. Γνωρίζουν ακόμη ότι δεν μπορούν να εκβιάσουν τον εκδότη ή να κερδοσκοπήσουν, μένοντας έξω από τη διαδικασία, αφού τους δεσμεύει η απόφαση της πλειοψηφίας. Η μέθοδος αυτή, που χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς στην Ελλάδα, είναι μια από τις πιο ενδεδειγμένες μεθόδους διαχείρισης και αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους.

Ευλόγως θα διερωτηθεί κανείς, γιατί δεν χρησιμοποιήσαμε αυτό τον μηχανισμό πριν από δύο χρόνια, όταν ξέσπασε η κρίση στη χώρα μας; Η απάντηση είναι ότι ούτε η Ευρώπη ούτε η χώρα μας ούτε οι πιστωτές της ήταν έτοιμοι να δεχθούν τότε μια τέτοια λύση, με τις παρελκόμενες για τον καθένα συνέπειες. Έπρεπε να φθάσουν όλοι στο «αμήν» για να την αναπτύξουν και να τη δεχθούν, υπό το κράτος της απειλής και του φόβου για τα χειρότερα. Ήταν η πρώτη φορά που η κρίση κρατικού χρέους συνδεόταν άμεσα με την Ευρωζώνη.

Όταν σχεδιάστηκε το ευρώ, το θέμα της διαχείρισης κρίσεων κρατικού χρέους, που μπορούσαν να εξελιχθούν και σε νομισματικές κρίσεις, δεν είχε αντιμετωπισθεί θεσμικά. Η αντιμετώπιση της παθολογίας του ευρώ δεν υπήρχε στα νομοθετικά κείμενα, με τα οποία υιοθετήθηκε το ευρώ. Με αποτέλεσμα, όταν προέκυψαν τα προβλήματα, να βρεθούμε αντιμέτωποι με κρίση αξιοπιστίας της Ευρωζώνης, αφού τα προβλήματα συνδέονταν με τόσους νέους εξωγενείς παράγοντες.

Ήμαστε λοιπόν εντελώς απροετοίμαστοι για να αντιμετωπίσουμε ίσως τη μεγαλύτερη κρίση κρατικού χρέους που ενέσκηψε στη σύγχρονη οικονομία. Όχι λόγω του μεγέθους της Ελλάδος, αλλά λόγω της πολυπλοκότητος της καταστάσεως. Γιατί ήταν (και είναι) εξαιρετικά περίπλοκο να πτωχεύσει ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Η αμηχανία που επικράτησε όταν αναδείχθηκε το μέγεθος του προβλήματος της χώρας μας παρέλυσε τους (ελλιπέστατους) αμυντικούς μηχανισμούς της Ευρωζώνης. Η έλλειψη κατανόησης των πραγματικών προβλημάτων, η σύγχυση των στόχων και μέσων, οι εσφαλμένες εκτιμήσεις και οι λάθος υποσχέσεις, η απώλεια χρόνου, σε συνδυασμό με τη θεσμική αδυναμία να δοθεί γρήγορα μια απάντηση στο πρόβλημα, και με όρους αγοράς, επιδείνωσαν την κατάσταση και μετέτρεψαν το κρατικό χρέος σε Λερναία Ύδρα.

Και – παρά τις ολοφάνερες αδυναμίες της χώρας μας, που πρέπει να αντιμετωπιστούν – το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Απαιτείται βελτίωση των ευρωπαϊκών θεσμών και θάρρος για λύσεις, που μετρούν όχι μόνον τη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά, λαμβάνουν υπόψη την αλληλεγγύη και τις αρχές του κοινωνικού κράτους ως παράγοντες στους οποίους θα οικοδομηθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης.

Προχθές αποδείχθηκε ότι λειτούργησαν οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, που επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση της χώρας μας. Το κούρεμα του χρέους δεν έχει, όμως, σώσει την κατάσταση. Απλώς δημιούργησε καλύτερες συνθήκες χειρισμού της υποθέσεως, που επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία για την αντιμετώπιση του προβλήματος, που εξακολουθεί, πάντως, να έχει τις διαστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Απλώς η κρίση είναι πλέον αντιμετωπίσιμη και περνούν πολλά απ’ το χέρι μας για να την ξεπεράσουμε.

(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» του Βόλου την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012)