Δημοσιεύσεις

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον εθελοντισμό και την συνεισφορά του στην έξοδο από την πολύμορφη κρίση με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την προαγωγή κοινωνικών αξιών και νέων προτύπων. Και τούτο επειδή το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας φθίνει σε παγκόσμιο επίπεδο κι εμείς αναζητούμε νέους τρόπους για την ανάπτυξη υγειών και διατηρήσιμων ανθρώπινων κοινοτήτων. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό μας σύστημα να δημιουργήσει ένα νέο και αποτελεσματικό περιβάλλον το οποίο θα στηρίξει αυτές τις κοινότητες. Από τα διαθέσιμα στοιχεία που έχουμε, φαίνεται ότι η κοινωνική επιχειρηματικότητα προσφέρει εξαιρετικούς νέους τρόπους αξιοποίησης της δυναμικότητας των πολιτών και των κοινοτήτων για τον 21ο αιώνα

Όπως κάθε κοινωνική αλλαγή έτσι και η κοινωνική επιχειρηματικότητα δεν προέκυψε σε κενό αέρος, αλλά αναπτύχθηκε σε ένα μάλλον σύνθετο πλαίσιο που καθορίζεται από δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας μας. Μερικές από αυτές τις δυνάμεις είναι παγκόσμιες. Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, υπάρχει η ανάγκη για περισσότερο καινοτόμες λύσεις που να οδηγούν σε διαρκείς βελτιώσεις της κοινωνίας μας. Χωρίς αμφιβολία, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυτές οι καινοτόμες εξελίξεις, έκαναν τα όρια μεταξύ των παραδοσιακών τομέων της οικονομίας πολύ δυσδιάκριτα. Η δράση του επιχειρηματία της αγοράς τώρα πλέον διευρύνθηκε ώστε να περιλαμβάνει κι εκείνους που κινούνται εκτός ‘αγοράς’ και δεν αποσκοπούν στο κέρδος, εκείνους δηλαδή, που προάγουν την κοινωνική καινοτομία μέσα από τις επιχειρηματικές τους δράσεις. Αυτή η διεύρυνση της σχέσης μεταξύ επιχειρηματικότητας και κοινωνίας δημιουργεί την ανάγκη να προσεγγίσουμε και περιγράψουμε τον ορισμό και τα όρια δράσης της ‘κοινωνικής επιχειρηματικότητας’. Πολλοί όροι έχουν προταθεί για την επιχειρηματικότητα που βρίσκεται εκτός αγοράς και δεν αποσκοπεί στο κέρδος. ‘Κοινωνική Επιχειρηματικότητα’ είναι ο όρος που επεκράτησε. Ο ορισμός της όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και τούτο γιατί αφ’ ενός η έννοια είναι σύνθετη και αφ’ ετέρου γιατί η βιβλιογραφία για το θέμα είναι πολύ μικρή ακόμη, ώστε να καθιερώσει μια καινούρια έννοια. Επί πλέον αυτή η μικρή βιβλιογραφία αντιμετωπίζει την κοινωνική επιχειρηματικότητα ως κάτι που περιλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων, γεγονός που δεν επιτρέπει την συγκεκριμενοποίηση του αντικειμένου.

Ασφαλώς όμως η συνισταμένη των δραστηριοτήτων που περικλείει η έννοια θα πρέπει να αφορά δράσεις που προκαλούν βελτιώσεις και αλλαγές στην κοινωνία, δηλαδή δράσεις που στοχεύουν στη δημιουργία, διατήρηση και προαγωγή κοινωνικών αξιών. Κι αυτός είναι ο πυρήνας που διακρίνει την κοινωνική επιχειρηματικότητα από την ‘αγοραία’ επιχειρηματικότητα, ακόμα  και από την εταιρική κοινωνική ευθύνη. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία ενεργειών που ξεκινούν από την παραγωγή ειδών διατροφής, ένδυσης και στέγης, μέχρι την πρόβλεψη για νέες θέσεις απασχόλησης και παροχή φροντίδας και υγείας, ως επίσης και την οργάνωση και ανάπτυξη αθλητικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.

Με άλλους λόγους αυτό που καθιστά την κοινωνική επιχειρηματικότητα κοινωνική, είναι  ότι η δημιουργία κοινωνικής αξίας είναι προγραμματισμένη και σχεδιασμένη ως το τελικό ‘προϊόν’ της δράσης και όχι απλά το υπο-προϊόν της. Σωστά λοιπόν ο κοινωνικός επιχειρηματίας χαρακτηρίζεται ως κοινωνική δύναμη.

Οι διαφορές ανάμεσα στην κοινωνική και ‘αγοραία’ επιχειρηματικότητα εντοπίζονται κυρίως στη μακροχρόνια αντί της βραχυχρόνιας προοπτικής. Στο κέρδος ως μέσον, αντί του κέρδους ως σκοπού. Στην χρήση του κέρδους για την εξυπηρέτηση κοινωνικών στόχων, αντί του κέρδους που θα φέρει το επί πλέον κέρδος.

Εδώ όμως θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της κοινωνικής και της δημόσιας επιχειρηματικότητας. Στην ‘αγοραία’ επιχειρηματικότητα συναντάμε άτομα που λειτουργούν στις οικονομικές αγορές. Στην ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα τα άτομα λειτουργούν στον δημόσιο τομέα, δηλαδή σε δημόσια ιδρύματα όπως νοσοκομεία, σχολεία, πολιτικούς οργανισμούς, κ.ά. Σε αυτούς τους τύπους της επιχειρηματικότητας η διαφορά έγκειται στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στην κοινωνική επιχειρηματικότητα τούτο δεν είναι καθοριστικός παράγων  για την είσοδο νέων ανθρώπων στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα δεν έχει τίποτα να κάνει με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Οι περισσότερες κοινωνικές επιχειρηματικές δραστηριότητες σήμερα αφορούν την παροχή υπηρεσιών που απευθύνονται κυρίως στις τοπικές κοινωνίες, κάνοντας χρήση τοπικών πόρων. Σ’ αυτού του είδους τις υπηρεσίες η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με την ‘αγοραία’ και ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα.

Πολλοί ακόμα ισχυρίζονται ότι η ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα είναι μέρος της ‘κοινωνικής’ επιχειρηματικότητας. Εν τούτοις, η κοινωνική επιχειρηματικότητα μπορεί να ιδωθεί ως μια εφεύρεση που σκοπεύει να κάνει ορατά τα ειδικά προβλήματα που σχετίζονται με την ανισότητα και την φτώχεια ιδίως στην κοινωνία και όπου η συμμετοχή των πολιτών είναι απόλυτα αναγκαία. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα σχετίζεται επομένως άμεσα με το επίπεδο παιδείας των πολιτών προς την εθελοντική προσφορά δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των προσφερομένων υπηρεσιών προϋποθέτει την εθελοντική συμμετοχή κάτω από τον συντονισμό του κοινωνικού επιχειρηματία. Μόνο έτσι μπορεί να διορθώσει την μη ικανοποιητική κατάσταση των πραγμάτων στην κοινωνία. Βέβαια και η ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα πιθανότατα να οδηγεί σε τέτοιες διορθώσεις, αλλά οδηγεί σε κοινωνική συμπεριφορά που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ‘επαρκής’ και ‘κανονική’, κάτι που συνήθως λείπει  σε τοπικές κοινότητες προς τις οποίες, όπως ειπώθηκε, απευθύνεται η κοινωνική επιχειρηματικότητα. Και τούτο γιατί η ‘επάρκεια’ και ‘κανονικότητα’ απαιτεί την ύπαρξη μιας διοικητικής (ή διαχειριστικής) συμπεριφοράς, δηλαδή την διαχείριση συγκεκριμένης ποσότητας διαθεσίμων πόρων, που περιορίζει τον καθορισμό της δράσης μέσα στις υπάρχουσες δυνατότητες. Αντίθετα, η κοινωνική επιχειρηματική συμπεριφορά περιορίζεται πολύ λιγότερο από τους υπάρχοντες και τους προσδοκώμενους πόρους και δημιουργεί νέους πόρους όσο αυτή σχεδιάζεται, καθιερώνεται και αναπτύσσεται. Εδώ η έννοια των πόρων διευρύνεται πέρα από τους οικονομικούς και χρονικούς και περιλαμβάνει δράσεις που προκαλούν χαρά, συντροφικότητα, εθελοντική και μη αμειβόμενη εργασία, δηλ. οτιδήποτε μας προάγει ως ανθρώπινα όντα.

Επομένως, η κοινωνική  επιχειρηματικότητα συζητείται σήμερα σε σχέση με την ‘ρύθμιση’ προβλημάτων  που αφορούν το κράτος ευημερίας. Οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν προσπαθούν να υποκαταστήσουν την αγορά στις δράσεις τους, δεν είναι managers σε οργανισμούς ή παραγωγοί προϊόντων ή υπηρεσιών όπου οι νόμοι της προσφοράς και ζήτησης ισχύουν και λειτουργούν, αλλά πολίτες που προκαλούν, προσκαλούν και εμπλέκουν άλλους πολίτες σε δράσεις αναδεικνύοντας τα οριακά φαινόμενα των τοπικών κοινωνιών τους, τα οποία καθιστούν περισσότερο κεντρικά για την κοινωνία. Έτσι, οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν ενδιαφέρονται πρωταρχικά στο να αποκαταστήσουν τα ελαττώματα της κοινωνίας αλλά να εμπλέξουν άλλους πολίτες στην ανάπτυξη του ‘πολιτιστικού’ κεφαλαίου (αδελφοποίηση και δημοκρατία) ώστε να δημιουργήσουν κάτι περισσότερο ‘ολοκληρωμένο’ και ‘περιεκτικό’ για την κοινωνία.    

Η άσκηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας προϋποθέτει την ύπαρξη της ‘κοινωνικής επιχείρησης’. Η Κοινωνική Επιχείρηση είναι και αυτή πολύ καινούρια έννοια. Όπως κάθε επιχείρηση παράγει αγαθά και υπηρεσίες, διαθέτει μεγάλο βαθμό αυτονομίας και αναλαμβάνει μεγάλου βαθμού οικονομικό κίνδυνο. Διαθέτει όμως κι άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Αποτελεί πρωτοβουλία που ξεκίνησε από ομάδα πολιτών, είναι δηλαδή μια συλλογική δραστηριότητα  με ρητό σκοπό το όφελος της κοινωνίας, που για την επίτευξη του δεσμεύει ελάχιστο αριθμό αμειβόμενης εργασίας, στην οποία συμμετέχουν τα άτομα που επηρεάζονται από τη δράση της. Διαθέτει δύναμη λήψης αποφάσεων που δεν βασίζεται όμως στην συμμετοχή στο κεφάλαιο. Τέλος, αν υπάρχουν κέρδη, η επιχείρηση προβαίνει σε περιορισμένη διανομή τους. Και αυτό σε όσους συμμετέχουν.

Σχετικά παλαιά (2001) μελέτη για την Ε.Ε. (15) ταξινομεί τις δραστηριότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων σε δυο κυρίως πεδία: εύρεση εργασίας για τα ‘μή-ενταγμένα’ μέλη της κοινωνίας, και παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας. Άλλη πολύ πιο πρόσφατη μελέτη (2009) για τις Σκανδιναυικές χώρες (κυρίως Σουηδία) βρήκε ότι οι σκοποί της κοινωνικής επιχείρησης είναι πολύ ευρύτεροι. Η κοινωνική επιχείρηση επί πλέον στοχεύει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για το σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο για τους ‘μη-ενταγμένους’, επιδιώκει την δημιουργία ασφαλέστερου και υγειινότερου περιβάλλοντος ζωής, και προκαλεί την κοινωνική αφύπνιση και κινητικότητα καθώς και τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας των μη εχόντων και περιθωριακών.  

Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας για την κοινωνική επιχειρηματικότητα διεξάγεται στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Τα μοντέλα όμως αυτής που αναπτύχθηκαν στις δύο πλευρές του Ατλαντικού διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους:

Στις ΗΠΑ κυριαρχεί εκείνο κατά το οποίο πρώην ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι κατάφεραν να τις πουλήσουν σε υψηλές τιμές, ή νεαροί απόφοιτοι επιχειρησιακών σχολών με κοινωνικές ευαισθησίες, δραστηριοποιούνται στον ‘μηδενικών-κερδών-επιχειρηματικό τομέα’ μεταφέροντες την επιτυχημένη επιχειρηματική εμπειρία και γνώση τους στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Η διαφορά τους από την προηγούμενη επαγγελματική τους κατάστασή είναι ότι τώρα αντί να επιλύουν προβλήματα των επιχειρήσεων τους, χρησιμοποιούν το ταλέντο τους για την επίλυση προβλημάτων μεγαλύτερης κλίμακας που αφορούν το σύνολο της κοινότητας. Με άλλους λόγους, η κοινωνική επιχειρηματικότητα στις ΗΠΑ θέτει μεν κοινωνικούς στόχους, αναμιγνύει δε κοινωνικές με εμπορικές μεθόδους επιχειρείν.  Αντίστοιχες μελέτες στην Ευρώπη διαπιστώνουν ένα διαφορετικό προφίλ κοινωνικού επιχειρηματία:

  • Αντίθετα με τους αγοραίους επιχειρηματίες οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν διορίζονται ποτέ από μετόχους ή άλλους φορείς, αλλά η δράση τους, πάνω και πέρα από μια συνήθη καθημερινή δραστηριότητα, υπαγορεύεται από την ελεύθερη βούληση τους  και δεν περιγράφεται σε επαγγελματικά περιγράμματα.
  • Είναι μέλη κοινωνικών ομάδων και θεωρούν τους συνεργάτες τους ως τους κύριους συντελεστές της επιτυχίας τους.
  • Δεν προχωρούν με βάση επίσημο σχέδιο δράσης και δεν εφαρμόζουν ή εφαρμόζουν πολύ λίγο ‘επιστημονικές’ μεθόδους διοίκησης και προώθησης του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγουν. Συνήθως δεν μελετούν και δεν προσχεδιάζουν τις πράξεις τους. Γι αυτό και έχουν προβλήματα στο να περιγράψουν με λεπτομέρειες πως και γιατί ενήργησαν με τον συγκεκριμένο τρόπο.
  • Θα ένιωθαν πολύ άσχημα αν εργάζονταν σε ‘τυπικούς’ οργανισμούς. Θεωρούν τη δράση στην οποία έχουν εμπλακεί ότι είναι το πλέον φυσικό πράγμα που μπορούν να κάνουν για την κοινωνία σήμερα και εκπλήσσονται γιατί περισσότεροι άνθρωποι δεν εμπλέκονται στην δράση αυτή.

 

 * ο κ. Σπύρος Βλιάμος ειναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μελος του ΑΞΙΟΤΗΣ