Δημοσιεύσεις

Τινά περί της μακεδονικής γλώσσας και της μακεδονικής ιθαγενείας 
¨Η:  Η Συμφωνία των Πρεσπών και το πρωτείο στη Μακεδονία 

του Δημήτρη Γ. Τσιμπανούλη

 Μια διακρατική συμφωνία, όπως αυτή της Ελλάδος και της πΓΔΜ, απαιτεί συμβιβασμούς και υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές.  Υπ’ αυτή την έννοια, εμμονή στη μη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από τη γείτονα είναι ουτοπική, στρουθοκαμηλική θα έλεγα, όταν μάλιστα η γείτων χώρα έχει καθιερωθεί διεθνώς ως «Μακεδονία».  Στόχος είναι μια θεμιτή συμφωνία, η οποία, όσο πικρή γεύση κι αν αφήνει συναισθηματικά, οδηγεί στον επιθυμητό, έστω και σκληρό, ειρηνικό συμβιβασμό. Με τη συμφωνία αυτή δεν πρέπει όμως να παραχωρούνται στους γείτονες δικαιώματα μέσω όρων, τη χρήση των οποίων, για λόγους καλής γειτονίας, δεχόμαστε να τους αναγνωρίσουμε, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συνειρμούς ευεπίφορους σε παραχάραξη της ιστορίας, σφετερισμό της Μακεδονίας από τους γείτονες και υποβάθμιση της ελληνικής Μακεδονίας.

Δύο κυρίως είναι, κατά τη γνώμη μου, τα ζητήματα τα οποία αντιμετωπίζονται επιβλαβώς για τις ελληνικές θέσεις στη συμφωνία των κυβερνήσεων Ελλάδος και ΠΓΔΜ, γνωστή ως συμφωνία των Πρεσπών: α) το ζήτημα της γλώσσας και β) το ζήτημα της ιθαγένειας. Και τούτο διότι το δεύτερο, σε συνδυασμό με το πρώτο, επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων για μακεδονική εθνότητα των βορείων γειτόνων μας και, έτσι, πρώτου και κυριαρχικού δικαιώματός τoυς στη «Μακεδονία», στην οποία οι έλληνες καθιστάμεθα παρίες, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.  Πιστεύω, λοιπόν, πως η σύνθετη ονομασία είναι επιβεβλημένη και στο θέμα της ιθαγένειας, πρωτίστως όμως στο θέμα της γλώσσας.  Ειδικότερα:

Η ιθαγένεια πρέπει να είναι «βορειομακεδονική» (ή όπως αλλιώς θα ήταν η σύνθετη ονομασία) και όχι «μακεδονική», καθόσον μια τέτοια εκδοχή υποβαθμίζει τη θέση των ελλήνων μακεδόνων και επιτρέπει ανιστόρητους συνειρμούς και συμπεράσματα για την εθνότητα των γειτόνων μας, πέραν της ιθαγένειας. Η αποδοχή «μακεδονικής ιθαγένειας» σε τι συμπεράσματα μπορεί να οδηγήσει ως προς την εθνότητα των γειτόνων μας; Η εκδοχή μιας εθνότητος, της μακεδονικής, είναι ανιστόρητη και, κατ’ ουσίαν, εξοβελίζει τους έλληνες από τη Μακεδονία. Αν πάλι δεχθούμε δύο εθνότητες για τους υπηκόους της Βόρειας Μακεδονίας, αυτές δεν θα πρέπει να είναι άλλες από «σλάβοι μακεδόνες» (δηλαδή «σλαβομακεδόνες») και «αλβανοί μακεδόνες». Όχι όμως σκέτο «μακεδόνες». Διαφορετικά οι έλληνες απεμπολούμε θεμελιώδη δικαιώματα στη Μακεδονία.

Το γλωσσικό, λοιπόν, ζήτημα, έτσι όπως αντιμετωπίζεται στη Συμφωνία των Πρεσπών, οδηγεί σε επικίνδυνες και ολισθηρές ατραπούς, επειδή η γλώσσα αποτελεί ένα από τους καθοριστικούς της εθνότητας παράγοντες και επιτρέπει ή και παραπέμπει σε άλλους συνειρμούς. Ως αιτία που δεν έγινε δεκτή η αρχικώς προταθείσα ονομασία της γείτονος ως «Σλαβομακεδονία» ήταν η αλβανική μειονότητα. Πλην όμως η αλβανική μειονότητα δεν ομιλεί την «μακεδονική» γλώσσα, αλλά την αλβανική!  Και η  πλειοψηφία της γείτονος ομιλεί την «σλαβομακεδονική», που κατατάσσεται στις σλαβικές γλώσσες.  «Μακεδονική» γλώσσα δεν υπάρχει και αποδοχή της οδηγεί σε παραχάραξη της ιστορίας.  Η ύπαρξη σημαντικής μειονότητας σε μία χώρα (όπως στη γείτονα), η οποία (μειονότητα) δεν έχει «σλαβική» καταγωγή, αλλά αλβανική, ίσως και να εξηγεί πολιτικά και διπλωματικά την προβολή επιχειρήματος εναντίον της χρήσης του όρου «Σλαβομακεδονία» ως ονομασίας του κράτους, και το σεβασμό της θέσης αυτής από τη χώρα μας, κυρίως επειδή μπορούν να υπάρξουν ισοδύναμες εναλλακτικές, με διαφορετική σύνθετη ονομασία. Αυτό το επιχείρημα επ’ ουδενί όμως έχει πεδίο εφαρμογής στο θέμα της γλώσσας, όπου δεν τίθεται θέμα σεβασμού της μειονότητος, αντιθέτως μάλιστα η αποδοχή του επιτρέπει και οδηγεί, έστω και εκ πλαγίου, σε απαράδεκτους συνειρμούς περί «πρωτείου» των γειτόνων στη Μακεδονία. Αν, λοιπόν, δεχθούμε «μακεδονική γλώσσα», αναπόφευκτα οδηγούμαστε και σε μακεδονική εθνότητα. Οι βόρειοι γείτονές μας θα είναι, ως προς την εθνότητα, είτε «μακεδόνες» (όχι σλαβομακεδόνες!) είτε «αλβανοί». Όταν, λοιπόν, θα μιλούμε για τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας θα τους αποκαλούμε «μακεδόνες έλληνες» και όχι «έλληνες μακεδόνες». Έτσι όμως οι σλάβοι μακεδόνες αποκτούν το πρωτείο στη Μακεδονία, γιατί εμείς κρατούμε τον επιθετικό προσδιορισμό και εκείνοι παίρνουν το ουσιαστικό! Κατακτούν δηλαδή την ουσία. Και ο νοών νοείτω.