Δημοσιεύσεις

Η ομιλία του Προέδρου Γιάννη Αναστασόπουλου στη δημόσια συζήτηση που διοργάνωσε  το Σωματείο μας με θέμα: "Υπάρχει τέλος στο «Πωλείται ελπίδα»; Απαντούν οι Πολιτικοί και η Κοινωνία των Πολιτών" που έγινε την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012 στο ΕΒΕΑ .
Κυρίες και κύριοι,

Η οικονομική κρίση αποτέλεσε τον καταλύτη για να αναδειχθούν και όλα τα άλλα προβλήματα και οι παθογένειες του μοντέλου κοινωνίας που, από τη μεταπολίτευση και με ευθύνη του κομματικού συστήματος, έχει δομηθεί στη χώρα και σε όλα τα επίπεδα (θεσμικό, νομοθετικό, κοινωνικό,  συνδικαλιστικό, εκπαιδευτικό, δικαιοδοτικό).

Και δυστυχώς καθημερινά διαπιστώνουμε πως δεν πήρε τέλος η άκρατη κομματική παλινωδία ενώ διάχυτη είναι η άποψη ότι η σωτηρία της Ελλάδας συνεχίζει να υποτάσσεται στο κομματικό συμφέρον, με συνέπεια να κινδυνεύουμε να ξεφύγουμε τελείως από το χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους ευρωπαίους εταίρους μας και να επισφραγισθεί, με δική μας και μόνο υπαιτιότητα, ο οικονομικός αφανισμός και η εξαθλίωση της χώρας μας.

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η κοινωνία των πολιτών καλείται να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν, καθώς, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους παλαιούς πολιτικούς σχηματισμούς στον ίδιο βαθμό όπως παλιά, συνειδητοποιώντας πως ακόμη και μπροστά σ’ αυτήν την κρίσιμη για τη χώρα οικονομική συγκυρία, το πολιτικό κατεστημένο συνεχίζει απτόητο και αμετανόητο τη μέθοδο πώλησης ελπίδας του τύπου: εμείς θα είμαστε καλύτεροι από τους προηγούμενους...

Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, αποτέλεσμα διαχρονικών πελατειακών σχέσεων ανάμεσα σε κόμματα και πολίτες-ψηφοφόρους.

Η δημόσια διοίκηση δεν στελεχώνονταν βάσει των κοινωνικών αναγκών κι ύστερα από αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής, αλλά σύμφωνα με τις μικρο-πολιτικές σκοπιμότητες των εκάστοτε υπουργών, βουλευτών, τοπικών αρχόντων κ.ο.κ. Με αυτόν τον τρόπο, βρέθηκαν να βολεύονται και όχι να εργάζονται στον δημόσιο τομέα άνθρωποι που όχι μόνο δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες, αλλά στην ουσία δεν είχαν κανένα αντικείμενο εργασίας! Ως αποτέλεσμα, ο δημόσιος τομέας διογκώθηκε σε βάρος του ιδιωτικού, ενώ η δημόσια διοίκηση όχι μόνο δεν ήταν ανεξάρτητη, αλλά επηρεαζόταν διαρκώς από κομματικές παρεμβάσεις και πιέσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι όταν αναλαμβάνονταν ορθολογικά μέτρα για την εξυγίανση του δημόσιου τομέα, όπως π.χ. η νομοθεσία για το ΑΣΕΠ, συχνά υπονομεύονται με ιδιοτελείς κομματικές πρακτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι η νομοθεσία περί ΑΣΕΠ έχει αναθεωρηθεί 80 φορές, ούτε ότι το ΑΣΕΠ συχνά παρακάμφθηκε με στρατιές ρουσφετολογικά διορισμένων συμβασιούχων, ούτε ότι οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης δεν αξιοποιούνται παρά τις περί του αντιθέτου σχετικές πρόνοιες του νόμου.

Συγκεκριμένα:

Από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης έχουν αποφοιτήσει, από το 1983 και μετά, τουλάχιστον 1.500 άνθρωποι. Νομοθετικά έχει προβλεφθεί όπως οι απόφοιτοί της ακολουθούν σταδιοδρομία ταχείας ανέλιξης. Από τους 1.500 απόφοιτους μέχρι πέρυσι, είχαμε μόνο ένα Γενικό Διευθυντή που ήταν απόφοιτος της σχολής, 34 Διευθυντές και περίπου 250 τμηματάρχες, από σύνολο 205 Γενικών Διευθυντών, 5.000 διευθυντών, και 16.000 Τμηματαρχών! Όποιος πολιτικός ενδιαφέρεται για μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, πρέπει να πάρει στα σοβαρά τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Το  προβλέπει και ο νόμος. Δεν του λείπει κανένα εργαλείο. Το μόνο που του λείπει είναι η βούληση για την εφαρμογή του.

Δυστυχώς μέχρι τώρα καμία κυβέρνηση δεν ανέλαβε το πολιτικό κόστος να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις για  την εκ βάθρων ανασυγκρότηση της διαλυμένης και διεφθαρμένης δημόσιας διοίκησης καθώς θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις πελατειακές σχέσεις, τα συντεχνιακά συμφέροντα και με νοοτροπίες δεκαετιών. Αντίθετα είδαμε οριζόντιες, και πολλές φορές άδικες, μειώσεις μισθών, κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση, αποτυχημένες εφεδρείες – «λύσεις» που κάθε άλλο παρά αγγίζουν τη ρίζα του προβλήματος.

Πρόσφατα, για μια ακόμη φορά, επανήλθε στο προσκήνιο το μεγάλο πρόβλημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας, με τον προβληματισμό του εάν και κατά πόσο το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι ο βασικός παράγων που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητά και κατατάσσει την Ελλάδα στην 90η θέση μεταξύ 142 χωρών που μετρά το World Economic Forum.

Στρουθοκαμηλίζουμε, όμως, όταν ξεχνάμε ότι από τους βασικούς παράγοντες που προσμετρώνται και που η χώρα μας παίρνει τη χαμηλότερη βαθμολογία από όλα σχεδόν τα κράτη είναι το μακροοικονομικό περιβάλλον που έχει σχέση με τα ελλείμματα και τη δημοσιονομική της εκτροπή.

Ο δεύτερος βασικός παράγων είναι οι θεσμοί (λειτουργία του Κράτους) – τομέας στον οποίο η Ελλάδα κατέχει την 96η θέση. Και  στους δύο αυτούς τομείς το πολιτικό μας σύστημα έχει αποτύχει δραματικά όλα αυτά τα χρόνια κάνοντας μάλιστα και διαπιστωτικές παραδοχές από υπεύθυνα χείλη του τύπου «Αυτή είναι  η Ελλάδα», «Ο μεγάλος ασθενής είναι το Κράτος», «Κυβερνώ ένα διαφθαρμένο Κράτος» κλπ.

Σήμερα και κατ’εντολή της Τρόικας η Κυβέρνηση εστιάζει στην πιθανή επέκταση των μισθολογικών μειώσεων και στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει όμως να αναλογιστούμε εάν αυτό και μόνο αρκεί ως μέτρο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η απάντηση θα είναι σίγουρα αρνητική. Κι αυτό καθώς  στις επιχειρήσεις αλλά και στο κράτος ένα τεράστιο οικονομικό κόστος προέρχεται από την αναποτελεσματικότητα ή και μη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, την πολυνομία, τις συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο και τη διαφθορά.

Στην παρούσα φάση λοιπόν, δεν θα πρέπει να μας απασχολεί μόνο το θέμα της μείωσης των μισθών, εάν παράλληλα δεν γίνουν τα ουσιαστικά βήματα για την εξάλειψη της παθογένειας που μαστίζει τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Ένα χρονίως φαύλο πολιτικό σύστημα συντηρεί και συντηρείται από την αναποτελεσματική και εν πολλοίς φαύλη στη λειτουργία της δημόσια διοίκηση – τα δύο αυτά μέρη είναι οι πόλοι ενός και του αυτού συστήματος.  Η δημόσια διοίκηση δεν θα αλλάξει αν δεν αλλάξει η πολιτική κουλτούρα, και αντιστρόφως.

Στις ώριμες δημοκρατίες δεν κυριαρχούν οι πολιτικοί στο δημόσιο βίο. Οι πολιτικοί είναι εφήμεροι, οι δημόσιοι λειτουργοί όχι. Τη θεσμική μνήμη της χώρας την περιφρουρεί η Διοίκησή της, η Δημόσια Διοίκηση. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια Δημόσια Διοίκηση η οποία θα είναι ανεξάρτητη από το πολιτικό σύστημα. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι απαραίτητο το πολιτικό σύστημα να αυτοπεριοριστεί, να θέσει φραγμούς στην κομματοκρατία. Ο αυτοπεριορισμός είναι αποτέλεσμα ισχυρής πολιτικής δέσμευσης η οποία προτάσσει το δημόσιο από το επιμέρους κομματικό συμφέρον – αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν statesmanship. Ο αυτοπεριορισμός θα πάρει σάρκα και οστά με συγκεκριμένα μέτρα.

Θέλω λοιπόν να καταθέσω για δημόσια συζήτηση  μερικές προτάσεις εφικτών αλλαγών τις οποίες οποιαδήποτε κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει άμεσα:   


1: Παγίωση της ουσιαστικής λειτουργίας της ιεραρχίας με έμφαση στην ανάδειξη των Γενικών Διευθυντών και όχι η υποκατάστασή της από τους συμβούλους της πολιτικής ηγεσίας  μέσω των οποίων ασκείται πολιτική και που εναλλάσσονται κάθε φορά που απέρχεται ο υπουργός, υφυπουργός, γενικός γραμματέας.

2: Τοποθέτηση μόνιμων Γενικών Γραμματέων σε κρίσιμα Υπουργεία.

3: Εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης των Δημοσίων υπαλλήλων, με βάση τα αποτελέσματα της εργασίας τους και όχι την τυπική τήρηση των διαδικασιών. Θέτοντας στο επίκεντρο τον πολίτη και την ποιότητα των παρεχόμενων προς αυτόν υπηρεσιών και όχι στην αναπαραγωγή μίας αναχρονιστικής και εσωστρεφούς διοικητικής γραφειοκρατίας.

4: Αναβάθμιση του επιπέδου της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και η ουσιαστική αξιοποίηση των αποφοίτων.

5: Η Δημόσια Διοίκηση είναι δομημένη έτσι ώστε κάθε απόφαση από τις πιο απλές (απόσπαση υπαλλήλου) ως τις σημαντικές (εγκρίσεις επενδύσεων) να χρειάζεται υπουργική υπογραφή. Στην καλύτερη περίπτωση μία, στις περισσότερες περιπτώσεις δύο ή τρεις ή και περισσότερες (ΚΥΑ). Τα πάντα αργούν βασανιστικά να γίνουν, τίποτα δεν προχωράει καθώς οι υπουργικές υπογραφές αργούν μήνες. Η προσπάθεια του συνόλου της Διοικητικής μηχανής να αποποιηθεί των ευθυνών της και να παραπέμψει τα πάντα στους υπουργούς είναι ένας ακόμη βασικός λόγος που δημιουργήθηκε αυτό το υδροκέφαλο και αντιπαραγωγικό κράτος. Να λοιπόν κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει η απαίτηση των υπουργικών υπογραφών. Αυτό θα ήταν μια ουσιαστική μεταρρύθμιση.

6:  Ενιαιοποίηση όλων των ελεγκτικών υπηρεσιών του δημοσίου υπό έναν ενιαίο φορέα.

7: Δημιουργία Ανεξάρτητης Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς.

Δεν λέω ότι είναι εύκολο ν’ αλλάξεις εν μία νυκτί νοοτροπίες, δράσεις και συμπεριφορές δεκαετιών. Υποστηρίζω απλώς ότι είναι εφικτό να προχωρήσεις αποφασιστικά στις σωστές αλλαγές με σχέδιο, πειθαρχία, επιμονή και αμεσότητα.

Μπορούμε να επικαλεστούμε εκατοντάδες αιτίες πιθανής αποτυχίας, αλλά ούτε μία δικαιολογία για την σωτηρία ή μη της χώρας!