Δημοσιεύσεις

Η ανακοίνωση του Σωματείου ΑΞΙΟΤΗΣ για τη νέα κυβέρνηση:

 

Το Σωματείο ΑΞΙΟΤΗΣ ως μέρος της κοινωνίας των πολιτών που συγκλονίζονται από την δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, με τη διεθνή της απαξίωση και διασυρμό, με αποκορύφωμα τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες, άκουσε με ανακούφιση την απόφαση των δύο κομμάτων εξουσίας να προχωρήσουν επιτέλους – έστω και αυτή την ύστατη στιγμή – σε πολιτική συνεννόηση και συνεργασία, προκειμένου να βγει η χώρα από το αδιέξοδο.  Πλην όμως με πραγματική συντριβή διαπιστώνουμε πως δεν πήρε τέλος η άκρατη κομματική παλινωδία ενώ διάχυτη είναι η υποψία ότι, για πολλούς, η σωτηρία της Ελλάδας υποτάσσεται στο κομματικό συμφέρον, με συνέπεια να κινδυνεύουμε να ξεφύγουμε τελείως από το χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους ευρωπαίους εταίρους μας και να επισφραγισθεί, με δική μας και μόνο υπαιτιότητα, ο οικονομικός αφανισμός και η εξαθλίωση της χώρας μας.

Η συναίνεση για την επίτευξη των στόχων που είναι αναγκαίοι για την αντιμετώπιση της κρίσης, που δυστυχώς δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά ταυτόχρονα θεσμική, πολιτική και κοινωνική, προϋποθέτει περίσσευμα ψυχής, γενναιότητα, αυταπάρνηση και δέσμευση χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους. Η νέα κυβέρνηση, έχοντας ως πρώτο, αλλά όχι και αποκλειστικό της μέλημα τη διασφάλιση της υλοποίησης της ευρωπαϊκής συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου για τη διάσωση της χώρας, δεν θα πρέπει να είναι κυβέρνηση ευκαιριακής συνεργασίας/ανάγκης (άρα απραξίας) ούτε κυβέρνηση ανοχής και στενού χρονοδιαγράμματος. Θα πρέπει να είναι κυβέρνηση δράσης και συμμετοχής, που διαθέτοντας την αναγκαία τεχνογνωσία, θα επιδείξει το απαραίτητο πολιτικό θάρρος και θα μετουσιώσει σε πράξη το δέον γενέσθαι σε όλα τα επίπεδα.

Μόνο με τη στήριξη όλων θα μπορέσει να εκτονώσει την πολιτική και κοινωνική πίεση, να αποκαταστήσει τη χαμένη αξιοπιστία της χώρας στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον και να επιτελέσει το ουσιαστικό και αποτελεσματικό έργο που όλοι οι Έλληνες αναμένουν από αυτήν.

Γι’ αυτό είναι πλέον επιτακτικά αναγκαίο το πολιτικό προσωπικό να αποδείξει έμπρακτα τη ρήξη με το παρελθόν και να διαχειριστεί την επόμενη ημέρα με ωριμότητα, σύνεση και αποφασιστικότητα για ν’ αλλάξει το κλίμα στην οικονομία και την κοινωνία, επαναφέροντας την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα και να προστατεύσει τη Δημοκρατία σ’ αυτή τη χώρα.

Είναι καιρός να περάσουμε, επιτέλους, από τα λόγια στα έργα, από το κομματικό στο εθνικό συμφέρον.

Δείτε το πλήρες κείμενο του νόμου 4009/2011 "Δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων" που δημοσιευτηκε πρόσφατα στο ΦΕΚ. http://bit.ly/rawYS6

Την επιτακτική ανάγκη εφαρμογής άμεσων διαρθρωτικών αλλαγών προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει την κρίση τόνισαν οι διεθνώς γνωστοί Έλληνες οικονομολόγοι Κώστας Αζαριάδης και Γιάννης Ιωαννίδης, μιλώντας σε ειδική εκδήλωση με θέμα: «Ανατομία της Ελληνικής Κρίσης και Προτάσεις για Ανάπτυξη» που διοργάνωσε την Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011 ο επιστημονικός, μη κερδοσκοπικός φορέας προβληματισμού και διαλόγου ΑΞΙΟΤΗΣ.
Οι κ.κ. Αζαριάδης και Ιωαννίδης «προέβλεψαν» ότι η χώρα θα διανύσει με περίοδο «ισχνών αγελάδων» έως το 2015 (το 2013 αναφέρθηκε ως εξαιρετικά δύσκολη χρονιά), αλλά θα κατορθώσει να βγει από το τούνελ της ύφεσης. Αναγκαία προϋπόθεση γι’ αυτό, είναι να εφαρμοστούν τα σκληρά μέτρα που χρειάζονται, με πολιτική βούληση και συνεργασία των πολιτών, μακριά από κομματικές σκοπιμότητες, συντεχνιακές οχυρώσεις και συντηρητισμούς, που αποτελούν τροχοπέδη των αλλαγών.

Οι δύο επιφανείς Έλληνες οικονομολόγοι - που μαζί με τον Νομπελίστα Χ. Πισσαρίδη είναι μέλη της ιδρυτικής ομάδας του «Greek Economists for Reform» - βρέθηκαν στην Αθήνα με πρωτοβουλία του «ΑΞΙΟΤΗΣ», στο πλαίσιο των δράσεων του συλλόγου και των προσπαθειών του για μελέτη και διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων στη βάση της ορθολογικής σκέψης και των άριστων διεθνών πρακτικών, τις οποίες μια οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να υιοθετήσει.

«Υποστηρίζουμε την ανασυγκρότηση του κράτους μέσω της προώθησης της αξιοκρατίας και της ορθολογικής συγκρότησης της Δημόσιας Διοίκησης. Το κράτος πρέπει να πάψει να είναι όμηρος του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία ή να αποτελεί πεδίο μικροπολιτικών συμφερόντων και πελατειακών σχέσεων. Αν θέλουμε να έχουμε ένα κράτος σοβαρό, αξιόπιστο και μια δημόσια διοίκηση αποτελεσματική και ανταγωνιστική, είναι απαραίτητη η εφαρμογή διαδικασιών οργάνωσης αξιολόγησης και, προπαντός, λογοδοσίας» επεσήμανε, μεταξύ άλλων, στην εναρκτήρια ομιλία του ο Πρόεδρος του «ΑΞΙΟΤΗΣ» κ. Γιάννης Αναστασόπουλος (http://bit.ly/qhWSLR) και πρόσθεσε: «Υπάρχουν παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις οι οποίες ασφυκτιούν μέσα σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον που επικρατεί. Παραγωγικές δυνάμεις που πρέπει να απελευθερωθούν και να στηριχθούν. Αυτές οι δυνάμεις μπορούν να γίνουν καταλύτης της αλλαγής.»


«Οι αλλαγές πρέπει να γίνουν ή τώρα ή ποτέ. Απαιτείται βαθύς μετασχηματισμός της Ελληνικής οικονομίας» είπε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Οικονομικής στην Έδρα Neubauer στο Πανεπιστήμιο Tufts Massachusetts Γιάννης Ιωαννίδης (http://bit.ly/rq0Dvg) και πρόσθεσε ότι ο μετασχηματισμός πρέπει να βασιστεί στους εξής άξονες: α) αγορά εργασίας, β) εκπαιδευτικό σύστημα, γ) μεταρρύθμιση του συστήματος δικαιοσύνης και δ) πάταξη της διαφθοράς.

Από την πλευρά του ο Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Washington, Saint Louis Κώστας Αζαριάδης (http://bit.ly/mQPkbO) έκανε μια σύντομη αναφορά στις παθογένειες του Ελληνικού συστήματος και ειδικότερα στην ύπαρξη υπερτροφικού κράτους, υπερ-προστατευμένων παραγωγών, κλειστής οικονομία με ασήμαντες εξαγωγές, μη σύγχρονων υποδομών (δρόμοι, λιμάνια κλπ), αποσύνθεσης παιδείας και εξάπλωσης της διαφθοράς. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη «χαλάρωση» της Δικαιοσύνης και των θεσμών καθώς και τη δημιουργία νέων «ελίτ», οδήγησαν τη χώρα στη δεινή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα., όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Αζαριάδης επεσήμανε ότι η Ελλάδα διαθέτει αρκετά συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία πρέπει να αξιοποιήσει, όπως είναι η μεγάλη ακτογραμμή και οι τουριστικές υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει. Τόνισε επίσης πως μια ιδέα για την εισροή πρόσθετων κεφαλαίων θα ήταν η ανέγερση εξοχικών κατοικιών για εύπορους συνταξιούχους από το εξωτερικό. «Θα χρειαστεί καιρός να αλλάξουν νοοτροπία οι Έλληνες. Εκείνο που πρωτεύει, είναι να αλλάξουν οι προσδοκίες τους. Οι βελτιωμένες προσδοκίες βοηθούν τις αλλαγές. ...Πρέπει να περάσουμε το μήνυμα σε ντόπιους και ξένους: Η χώρα αλλάζει!» κατέληξε ο κ. Αζαριάδης.
Την εκδήλωση παρακολούθησε πολυπληθές ακροατήριο που συμμετείχε ενεργά και στη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε των ομιλιών.

Η ομάδα πρωτοβουλίας «ΑΞΙΟΤΗΣ» έχει ήδη στο ενεργητικό της πολλές εκδηλώσεις προβληματισμού και διαλόγου, ενώ έχει εκδώσει δύο επίσημες ολοκληρωμένες προτάσεις εφικτών αλλαγών για μια νέα δημόσια διοίκηση («Επιλογή Διοικήσεων Οργανισμών» και «Η Ελλάδα ενεργότερος εταίρος στην Ε.Ε.») τις οποίες έχει θέσει υπόψη της πολιτικής ηγεσίας.
Χορηγός Επικοινωνίας της εκδήλωσης ήταν η εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ και χορηγός Διαδικτυακής Επικοινωνίας το NAFTEMPORIKI.GR

Ο επιστημονικός, μη κερδοσκοπικός φορέας προβληματισμού και διαλόγου ΑΞΙΟΤΗΣ που έχει ως στόχο την έμπρακτη δράση για την προαγωγή των αρχών της αξιοκρατίας και της διαφάνειας στο δημόσιο τομέα και στην κοινωνία των πολιτών διοργάνωσε με την υποστήριξη του Δήμου Βόλου και του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου στις 27 Μαΐου 2011 εκδήλωση στο Δημαρχείο με θέμα ««Από την Ελλάδα της πτώχευσης στην Ελλάδα της δημιουργίας: εφικτές προτάσεις για μια νέα αρχή».
 
Ο Δήμαρχος Βόλου κ. Σκοτινιώτης απεύθυνε χαιρετισμό κατά την έναρξη της εκδήλωσης, στην οποία συμμετείχαν ως ομιλητές διακεκριμένοι επιστήμονες.
Στην 1η Ενότητα με θέμα «Εκφάνσεις της κρίσης στη ζωή μας και προοπτικές διεξόδου» μίλησαν οι Γιάννης Αναστασόπουλος, Σύμβουλος Διοίκησης ΕΑΣΕ (διαβάστε στο δεσμό την ομιλία του http://bit.ly/kFcbPN), Αναστάσιος Βολιώτης, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου διαβάστε στο δεσμό την ομιλία του http://bit.ly/mUuN8b), Βασίλης Νικολετόπουλος, Μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, και Παναγιώτης Τσούκας, Πάρεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας.
Στη 2η Ενότητα, με θέμα «Από τη δάνεια ευημερία στην επίμοχθη ανάπτυξη», μίλησαν οι Αρίστος Δοξιάδης, Οικονομολόγος, Παναγιώτης Γεννηματάς, επίτιμος Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Δημήτρης Γ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος / Διδάκτωρ Νομικής (διαβάστε στο δεσμό την ομιλία του http://bit.ly/k0yWM3) και Στράτος Γουδινάκος, Επόπτης Δημοσίου, Μέλος Δ.Σ. της Αγροτικής Τράπεζας.
Μετά το πέρας των ομιλιών ακολούθησε συζήτηση. Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο καθηγητής Μ. Ζουμπουλάκης, Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και τα συμπεράσματα συνόψισε ο καθηγητής Ηλίας Καρακίτσος (Business School Imperial College / Cambridge), ο οποίος παρουσίασε και τη διεθνή διάσταση της ελληνικής κρίσης. Χορηγός Επικοινωνίας ήταν η εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΙΑ.
 

Οι κ. Νίκος Βαρελίδης  (PRISMA ΕΠΕ) &  Γιώργος Ναθαναήλ (REMACO Α.Ε.) είναι Σύμβουλοι Επιχειρήσεων, οι οποίοι συμμετείχαν στον Τεχνικό Σύμβουλο της Κεντρικής Επιτροπής Απλούστευσης Διαδικασιών. Στο άρθρο που ακολουθεί αναλύουν το καυτό θέμα της γραφειοκρατίας.

«Η συντομία είν’ της σοφίας η ψυχή»

Άμλετ II ii 90

Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Γραφειοκρατίας. Από την μία,  κυβερνήσεις, σχολιαστές, ειδικοί, και δημόσιοι υπάλληλοι ομολογούν ότι αποτελεί την ισχυρότερη τροχοπέδη για ένα αποτελεσματικό κράτος. Από την άλλη, η αντιμετώπισή της προσεγγίζεται με απλοϊκά συνθήματα όπως «επανίδρυση του κράτους», «πάταξη της γραφειοκρατίας», ή «αλλαγή νοοτροπίας»,  χωρίς όμως συγκεκριμένο σχέδιο αλλαγής·  απλώς  παραπέμπουν στην πολιτική βούληση των εκάστοτε υπουργών, ή στο φιλότιμο του κάθε υπαλλήλου. Η κατάληξη είναι μονότονα η ίδια: είτε μονοδιάστατες θεραπείες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, (αγνοώντας τον σύνθετο χαρακτήρα της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, καθώς διαπιστώθηκε και από τα σχετικά πενιχρά αποτελέσματα του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του 3ου ΚΠΣ), είτε θεσμικές ρυθμίσεις, που δεν ακολουθούνται από μέτρα τα οποία θα εξασφάλιζαν την εφαρμογή τους στην πράξη.

Από πού πηγάζει η γραφειοκρατία; Πρωταρχικά από το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή το σύνολο των νόμων, Προεδρικών Διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων που ρυθμίζουν τις διαδικασίες με τις οποίες η δημόσια διοίκηση διεκπεραιώνει τα καθήκοντά της.  Οι ρυθμίσεις αυτές είναι, κατά γενική ομολογία, εξαιρετικά πολύπλοκες, πολύ συχνά περιττές, ασαφείς, αντιφατικές και επιδεκτικές πολλαπλών ερμηνειών. Επιπλέον, δεν είναι κωδικοποιημένες, δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες της διακυβέρνησης, και δεν αξιοποιούν τις Τεχνολογίες Πληροφορικής. Έτσι το κόστος εφαρμογής τους συχνά υπερβαίνει το δημόσιο όφελος – οικονομικό, ή άλλο -- και  συνήθως εφαρμόζονται τυπολατρικά από τις Δημόσιες Υπηρεσίες.

Δυστυχώς η  λύση στο πρόβλημα είναι γνωστή από πολύ καιρό, αποτελώντας καθιερωμένη πρακτική στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ: είναι η απλούστευση των διαδικασιών, με στόχο όχι απλώς την ποιοτικά καλύτερη εξυπηρέτηση των συναλλασσόμενων με το δημόσιο πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά πολύ συγκεκριμένα και την μείωση του διοικητικού βάρους που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Το βάρος αυτό έχει υπολογισθεί -- από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και όχι από τις Ελληνικές Αρχές -- έως το 4,4% του ΑΕΠ, από τα μεγαλύτερα μεταξύ των μελών της Ένωσης, και ετησίως όσο μισό Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης!

 

Στην Ελλάδα όμως δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική απλούστευσης, και στην πράξη αντιμετωπίζεται ως κατάργηση περιττών ρυθμίσεων. Στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Διοικητική Μεταρρύθμιση» του ΕΣΠΑ έχουν ενταχθεί μέτρα απλούστευσης και κωδικοποίησης της νομοθεσίας, με κατ’ αρχήν στόχο την μείωση του διοικητικού βάρους των επιχειρήσεων κατά 25% μέχρι το 2013, χωρίς όμως αντίστοιχο στόχο για το διοικητικό βάρος των υπηρεσιών.

 Τα οφέλη, αλλά και οι δυσκολίες της απλούστευσης, αποδείχθηκαν παραστατικά από το έργο και τα πορίσματα της Κεντρικής Επιτροπής Απλούστευσης Διαδικασιών, (διυπουργικής επιτροπής υπηρεσιακών στελεχών,  και εκπροσώπων του Συνηγόρου του Πολίτη, του ΣΕΒ και του ΕΒΕΑ υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών). Το απτό συμπέρασμα; Η αποτελεσματική απλούστευση  αφορά  τελικά όχι μόνον την ποιότητα των ρυθμίσεων, αλλά όλους τους συντελεστές  της ποιότητας της διακυβέρνησης, δηλαδή: την συμμετοχή και τη λογοδοσία, την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, την εφαρμογή της νομιμότητας, και τον έλεγχο της διαφθοράς.

Η πολύ πλούσια καταγεγραμμένη διεθνής εμπειρία, καθώς και η περιορισμένη, αλλά πολύ διδακτική, ελληνική εμπειρία δεν αφήνουν αμφιβολία για το τι πρέπει να γίνει, αν όντως θέλουμε να  αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της γραφειοκρατίας στις πραγματικές του διαστάσεις και σε εύλογους χρόνους. Αναφέρουμε επιγραμματικά 9 βασικές αρχές που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πολιτική και όλες τις προσπάθειες απλούστευσης:

  1. Ολοκληρωμένες παρεμβάσεις απλούστευσης, οι οποίες δεν περιορίζονται στις θεσμικές ρυθμίσεις, αλλά αντιμετωπίζουν με συστημικό τρόπο όλες τις παραμέτρους λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης που επηρεάζουν: α) την αποτελεσματικότητα της  εφαρμογής των ρυθμίσεων, και β) την επίτευξη των στόχων πολιτικής, όπως (θα πρέπει να) έχουν τεθεί εξαρχής.
  2. Πολιτική δέσμευση για τις αναγκαίες αλλαγές: όταν η αξιολόγηση δείχνει ότι μια διαδικασία πάσχει, το σωστό ερώτημα δεν είναι: "αν μπορούμε να την αλλάξουμε;", αλλά: "πώς θα την αλλάξουμε;"
  3. Υποχρεωτική διαβούλευση με τους ίδιους τους χρήστες των υπηρεσιών --  και όχι μόνο τους εκπροσώπους τους --  και με όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
  4. Θέσπιση ποιοτικών και ποσοτικών -μετρήσιμων- στόχων απλούστευσης και συστηματική ex ante αξιολόγηση αποτελεσμάτων και επιπτώσεων και για τις δύο πλευρές της συναλλαγής, δηλαδή τους πολίτες και τις επιχειρήσεις αφενός, και  τις δημόσιες υπηρεσίες αφετέρου. Είναι  αποκαλυπτικό ότι σε διαδικασίες που απλούστευσε η ΚΕΑΔ,  οι εκτιμήσεις για την μείωση του διοικητικού βάρους των επιχειρήσεων, αλλά και των εμπλεκόμενων δημοσίων υπηρεσιών, ήταν της τάξης του 30-50%.
  5. Συστηματική κοινή μεθοδολογία απλούστευσης  χρησιμοποιώντας κριτήρια αξιολόγησης κάθε στοιχείου μίας διαδικασίας. Χαρακτηριστικά κριτήρια, υπό μορφή ερωτημάτων, που ανέδειξε η εμπειρία της ΚΕΑΔ είναι:
  • Περιορίζεται η δυνατότητα συναλλαγής του ενδιαφερόμενου πολίτη, ή η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας;
  • Υπάρχουν ελλείψεις στην σαφήνεια, την επάρκεια και την πρόσβαση στον πολίτη, ή την επιχείρηση, της απαραίτητης πληροφορίας;
  • Επιβαρύνεται ο πολίτης, ή η επιχείρηση, με υπερβολικό διοικητικό βάρος, σε αναντιστοιχία προς το δημόσιο όφελος;
  • Επιβαρύνεται η δημόσια υπηρεσία με υπερβολικό άμεσο οικονομικό κόστος;
  • Δικαιολογείται αντικειμενικά ο χρόνος διεκπεραίωσης;
  • Τίθεται δεσμευτική χρονική προθεσμία διεκπεραίωσης;

Τα παραπάνω κριτήρια μπορεί να φαίνονται προφανή, είναι όμως εντυπωσιακό πόσο σπάνια ερωτώνται.

  1. Ενσωμάτωση της απλούστευσης στην καθημερινή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, με τον μετασχηματισμό των μονάδων οργάνωσης των υπουργείων σε εστίες διοικητικής αλλαγής, με κεντρικό συντονισμό και παροχή τεχνογνωσίας από το Υπουργείο Εσωτερικών, σε συνδυασμό με την πλήρη αξιοποίηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση» για παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας που απαιτούν αυξημένους πόρους και τεχνογνωσία.
  2. Συνδυασμός προληπτικής και κατασταλτικής απλούστευσης.  Προληπτικά: υποχρεωτική αξιολόγηση με κριτήρια απλούστευσης των επιπτώσεων κάθε νέας ρύθμισης, και μέτρηση του διοικητικού βάρους που επιφέρει, στον πολίτη, την επιχείρηση, ή τις εμπλεκόμενες δημόσιες υπηρεσίες. Κατασταλτικά: αξιολόγηση ισχυουσών ρυθμίσεων.
  3. Διεύρυνση και επιτάχυνση της προσπάθειας απλούστευσης για την  παραγωγή μιας κρίσιμης μάζας ορατών μετρήσιμων αποτελεσμάτων σε εύλογο χρονικό ορίζοντα, π.χ. τριετίας. Αυτό θα επιτευχθεί με χαρτογράφηση των διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης, θεματική ομαδοποίησή τους με «πελατοκεντρικά» κριτήρια, θέσπιση προτεραιοτήτων απλούστευσης, και εκπόνηση και δρομολόγηση συγκεκριμένου σχεδίου  δράσης.
  4. Παρακολούθηση, ex post αξιολόγηση και δημοσιοποίηση της εφαρμογής, των αποτελεσμάτων, και των επιπτώσεων  κάθε προσπάθειας απλούστευσης και της πολιτικής απλούστευσης συνολικά.

Οι παραπάνω προτάσεις, μεμονωμένα, δεν κομίζουν «γλαύκα ες Αθήνας». Αν όμως εφαρμοστούν ολοκληρωμένα, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι θεαματικό, αποτελώντας ένα από τα καλύτερα παραδείγματα διαφάνειας στη δημόσια διακυβέρνηση, αλλά και ουσιαστικής συμβολής στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της πραγματικής οικονομίας.

Είναι η θεσμική αλλαγή είναι βασικό κλειδί της οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης και εξέλιξης; Tι προκάλεσε τις αποκλίσεις των κοινωνιών με την πάροδο του χρόνου; Και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την επιβίωση ορισμένων οικονομιών ακόμη και αν σταθερά έχουν κακή επίδοση για μεγάλες χρονικές περιόδους; O Καθηγητής Θεωρίας Θεσμών και Οικονομικής Πολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Ι. Βλιάμος απαντά στα ερωτήματα αυτά.

 

Ο Αριστοτέλης στο έργο του ‘Αθηναίων Πολιτεία’ υποστήριξε ότι κατά τον 5o και 4o π.Χ. αιώνα, οι πόλεις-κράτη με μεγάλη ανάπτυξη και ισχυρή θαλάσσια παρουσία, όπως η Αθήνα και η Κόρινθος και τα νησιά Σάμος, Κέρκυρα και Αίγινα διοικούνταν από δημοκρατικές κυβερνήσεις σε αντίθεση με τα κράτη που διέθεταν ισχυρές χερσαίες δυνάμεις και χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας των πολιτών (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρος και Σπάρτη), τα οποία είχαν ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή αυταρχικούς βασιλείς. Η θέση αυτή φαίνεται να ίσχυε και μεταγενέστερα. Βασιζόμενοι στην επιχειρηματολογία αυτή, ο καθηγητής κ. Νίκος Κυριαζής και ο υπογράφων, σε μελέτη μας (2006) υποστηρίξαμε ότι η δημοκρατία και η θαλασσοκρατορία σχετίζονται μέσα από μια αμφίδρομη σχέση με τη δημιουργία θεσμών που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη. Η ισχύς στην θάλασσα συνδέθηκε με την εμφάνιση νέων θεσμών και οργανισμών οι οποίοι μείωσαν την αβεβαιότητα δημιουργώντας  σταθερές δομές για τις ανθρώπινες ανταλλαγές: Το διεθνές εμπόριο, που την εποχή εκείνη ταυτιζότανε με τις θαλάσσιες μεταφορές, επέβαλε την ανάπτυξη εξειδικευμένων οργανωτικών δεξιοτήτων και την διενέργεια υψηλών επενδυτικών δαπανών. Και οι δύο αυτοί παράγοντες δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν αν δεν θεσμοποιούνταν νέες μορφές οργάνωσης με στόχο την μείωση των αβεβαιοτήτων και των τριβών, εκείνου δηλαδή που σήμερα θα αποκαλούσαμε συναλλακτικό κόστος. Έτσι, αν κανείς περιδιαβεί τα σχετικά θέματα στην ιστορική τους εξέλιξη, θα διαπιστώσει ότι από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οικονομική ανάπτυξη και ευημερία ακολουθεί την δημιουργία δημοκρατικών θεσμών και οργανισμών: Για παράδειγμα, τον 3ο π.Χ. αιώνα η Ρώμη, η Ρόδος στην Ανατολική Μεσόγειο, η Μασσαλία στη Δυτική, ήταν δημοκρατίες και ισχυρές ναυτικές δυνάμεις με σημαντική ανάπτυξη. Στον Μεσαίωνα, η Βενετία, η Γένοβα, η Πίζα, το ίδιο. Παρόμοια ευρήματα μπορεί να εντοπίσει κανείς στις Ηνωμένες Επαρχίες (Ομοσπονδία των επτά ανεξάρτητων Επαρχιών της Ολλανδίας) και την Αγγλία, όπου λειτουργούσε ήδη Κοινοβούλιο κατά την βασιλεία της Ελισάβετ Ι τον 17ο αιώνα οπότε έγινε και μεγάλη θαλάσσια δύναμη μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688.

Ιστορικά και μέχρι τις μέρες μας, οι οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες που  έχουν επιτελεστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, προκάλεσαν ανακατατάξεις μεταξύ των χωρών τόσο ως προς το επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας των ανθρώπων όσο και ως προς την δυνατότητα επιβίωσης των οικονομιών και των κοινωνιών. Έτσι εγείρονται δύο βασικά ερωτήματα; Πρώτον, τι προκάλεσε τις αποκλίσεις των κοινωνιών με την πάροδο του χρόνου; Και δεύτερον, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την επιβίωση ορισμένων οικονομιών ακόμη και αν σταθερά έχουν κακή επίδοση για μεγάλες χρονικές περιόδους; 

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι πολύ απλούστερη από αυτή του δευτέρου: Από τη μια πλευρά, οι διάφορες χώρες είναι προικισμένες με διαφορετικούς πόρους που αναπτύσσονται σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες και από την άλλη, οι ανθρώπινες κοινότητες διαθέτουν  διαφορετικές ικανότητες που οφείλονται σε διαφορετικές γλώσσες, έθιμα, παραδόσεις, νοοτροπίες και προκαταλήψεις. Σε αντίθεση λοιπόν με αυτά που τα νεοκλασικά υποδείγματα διεθνούς εμπορίου προτείνουν (σύγκλιση), υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των οικονομιών.   

Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα τώρα. Αν και η τρέχουσα (χρηματο)οικονομική κρίση φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση πολλών χωρών, δεν φαίνεται αυτές να διατρέχουν τουλάχιστον άμεσα τον κίνδυνο οικονομικού αφανισμού τους. Και παλαιότερα σε παρόμοιες καταστάσεις, όταν ο κόσμος περίμενε την χρεοκοπία και τελικά την καταστροφή των χωρών αυτών, εν τούτοις η επίμονη κακή απόδοση τους δεν στάθηκε ικανή να τις εξουδετερώσει. Και το ερώτημα είναι γιατί;  Οι οικονομολόγοι, που ασχολούνται με την ανάλυση των θεσμών και την συμπερίληψη τους ως σημαντικού παράγοντα στην οικονομική θεωρία και πολιτική, όπως ο υπογράφων το παρόν άρθρο, υποστηρίζουν ότι με την πάροδο του χρόνου ο υπέρτατος θεσμός της δημοκρατίας και της ελεύθερης επιλογής επικρατεί έναντι όλων των άλλων. Οι ανεπαρκείς θεσμοί ξεριζώνονται, οι αποτελεσματικοί επιβιώνουν και έτσι υπάρχει μια σταδιακή εξέλιξη επαρκέστερων μορφών οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η θεσμική αλλαγή είναι βασικό κλειδί της οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης και εξέλιξης. Βέβαια οι αντιλήψεις των δρώντων παίζουν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή αυτή. Οι ιδεολογίες επηρεάζουν τις υποκειμενικές δομές των θεσμών που δημιουργούνται ή μεταφυτεύονται από την πολιτεία. Οι θεσμοί αυτοί καθορίζουν τις επιλογές οι οποίες πλέον γίνονται όλο και  περισσότερο πολύπλοκες.  

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της πολιτείας και της οικονομίας, η ποικιλία βαθμών διαπραγματευτικής ισχύος ως προς την επιρροή της θεσμικής αλλαγής, καθώς και η εμμονή σε δεσμεύσεις του παρελθόντος, όλα αυτά συντελούν σε μια πολυπλοκότητα στην διαδικασία της εξέλιξης των κοινωνιών και οικονομιών. Οι θεσμοί αντικατοπτρίζουν ιδέες, ιδεολογίες και πεποιθήσεις από την πλευρά της πολιτείας. Συνήθως αυτές είναι μερικώς μόνον επεξεργασμένες για τις πραγματικές συνέπειες που προκαλούνται από την εφαρμογή των θεσμών που τις αντιπροσωπεύουν και έτσι πολλές φορές υφίσταται ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων. Έχουν παρατηρηθεί μερικές απόπειρες μίμησης θεσμών και αντιγραφή τους από άλλες επιτυχέστερες κοινωνίες και οικονομίες. Δυστυχώς όμως οι επιτυχέστερες οικονομίες δεν αποτελούν πάντοτε παράδειγμα προς μίμηση για τις άλλες τις  μη- αποτελεσματικές οικονομίες. Πολλές φορές οι δεύτερες εμμένουν σε μια μοναχική πορεία σαν κάτι να τις εμποδίζει να υιοθετήσουν τους θεσμούς αυτούς. Μπορεί να παραχθούν νέοι θεσμοί που να είναι παρόμοιοι με τους επιτυχημένους των άλλων χωρών. Να μοιάζουν αλλά να μην είναι οι ίδιοι. Γιατί πώς θα μπορούσαν να είναι εφ’ όσον οι ανθρώπινες κοινότητες σε διαφορετικές χώρες ‘….. διαθέτουν  διαφορετικές ικανότητες που οφείλονται σε διαφορετικές γλώσσες, έθιμα, παραδόσεις, νοοτροπίες και προκαταλήψεις’, όπως είπαμε σε προηγούμενο σημείο αυτού του άρθρου δικαιολογώντας τις αποκλείσεις μεταξύ των χωρών. Αν οι καλοί ξένοι θεσμοί μεταφέρονταν εύκολα τότε η ιστορία, η πολιτική και η παιδεία δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο στην πορεία της χώρας. Η μεταφορά ‘νέων’ θεσμών σε υποκατάσταση κάποιων άλλων παλαιών θα προσφέρει μια ‘τεχνική’ λύση, αλλά η απλή μεταφορά τους στο παγιωμένο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο θα δημιουργήσει έναν θεσμικό δρόμο πολύ λιγότερο αποτελεσματικό από ότι ήταν εκείνος που εγκαταλείφθηκε. Και στην περίπτωση αυτή οι νέοι εισαγόμενοι θεσμοί δεν ενσωματώνονται στην κοινωνία, δεν προκαλούν πολλαπλασιαστικές αναπτυξιακές τάσεις και δεν εγκαινιάζουν συμμετοχικές διαδικασίες, με άλλα λόγια δεν προκαλούν εκείνο που οι οικονομολόγοι ονομάζουν αυξανόμενες αποδόσεις. Στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά πράγματα από τους ‘νέους / εισαγόμενους’ θεσμούς.

Οι θεσμοί λοιπόν, αρχίζουν να παίζουν ρόλο από την στιγμή που παρουσιάζουν αυξανόμενες αποδόσεις. Ο καθηγητής Douglas North, κάτοχος του Nobel στην οικονομία για το έτος 1993, παρατηρεί ότι ακόμα και όταν οι θεσμοί δημιουργούνται de novo, το μεγάλο αρχικό κόστος εγκαθίδρυσης σε συνδυασμό με την μεγάλη αβεβαιότητα για την μονιμότητα του συγκεκριμένου κανόνα, συντείνουν σε μια πολύ μικρή επίδραση πάνω στην κοινωνική αποτελεσματικότητα.  Πέραν όμως του αρχικού κόστους, θα υπάρξει και επί πλέον κόστος συντονισμού με άλλες απαραίτητες συμπληρωματικές δραστηριότητες.  Όταν όμως οι θετικές μαθησιακές επιπτώσεις αποκαλύψουν το σύνολο των ευκαιριών που παρέχει το νέο θεσμικό πλαίσιο, θα προκύψουν δράσεις για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που ορίζονται από αυτό το πλαίσιο. Όμως δεν μας βεβαιώνει κανείς ότι οι δεξιότητες που θα αποκτηθούν θα συντελέσουν στην αύξηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Με το χρόνο όμως, θα προκύψει ένα αλληλεξαρτώμενο δίκτυο θεσμικού συμπλέγματος που θα διαμορφώσει την μακροπρόθεσμη πορεία της κοινωνίας και οικονομίας. Αν αυτό το θεσμικό σύμπλεγμα χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες αποδόσεις και αν δεχθούμε ότι η μακροπρόθεσμη αλλαγή της κοινωνίας είναι η αθροιστική συνέπεια αμέτρητων βραχυπρόθεσμων αποφάσεων που έχουν ληφθεί από πολιτικά και οικονομικά υποκείμενα δράσης, τότε παρόλο που τα συγκεκριμένα βραχυπρόθεσμα μονοπάτια είναι απρόβλεπτα, η συνολική κατεύθυνση μακροπρόθεσμα είναι και περισσότερο προβλέψιμη και πιο δύσκολα αναστρέψιμη.