Δημοσιεύσεις

O Σύλλογος Προβληματισμού και Διαλόγου ΑΞΙΟΤΗΣ, οργάνωσε την Τρίτη 11 Μαρτίου  2014 στη Λέσχη του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κτήριο Κωστής Παλαμάς, εκδήλωση με ομιλήτρια την κυρία Αλεξάνδρα Μητσοτάκη, Πρόεδρο του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Παρισίων και της ActionAid Hellas. Το θέμα της ομιλίας της κυρίας Αλεξάνδρας Μητσοτάκη ήταν:

 

Η ανάγκη ενεργοποίησης των πολιτών περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ -

παραδείγματα από τον πολιτιστικό και ανθρωπιστικό τομέα

Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΑΞΙΟΤΗΣ κ. Γ. Αναστασόπουλος ξεκίνησε με ένα σύντομο καλωσόρισμα στην εκδήλωση και ακολούθως ο Γ.Γ. του ΑΞΙΟΤΗΣ κ. Δ. Τσιμπανούλης παρουσίασε την ομιλήτρια, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο Παρίσι, και εργάστηκε στον ΟΟΣΑ. Ίδρυσε την Action Aid Hellas και είναι μέλος της Action Aid International. Από το 2010 προΐσταται του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου στο Παρίσι.

Η κα Μητσοτάκη αναφέρθηκε στην 15ετη ενεργοποίησή της στην Action Aid Hellas. “Για εμάς ο χρόνος μετρά ανεξάρτητα από τις εκλογές” είπε αναφερόμενη στον έργο της Action Aid σε σχέση με το έργο που κάνει η πολιτική εξουσία σε αντίστοιχους τομείς.

«Είναι ανάγκη οι πολίτες να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους» είπε χαρακτηριστικά και να μην περιμένουν από «κάποιον άλλο». Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών είναι σημαντικός στην αναπτυξιακή πολιτική, γιατί διαχρονικά έχει αποδειχτεί ότι το κράτος και ο κρατικός μηχανισμός δεν τα καταφέρνει πολύ καλά. 

Η κα Αλ. Μητσοτάκη αναφέρθηκε σε παραδείγματα από την μακρόχρονη εμπλοκή της Action Aid σε προγράμματα ανά τον κόσμο.

Τόνισε ότι μια σωστά δομημένη κοινωνία πρέπει να στηρίζεται σε 3 πυλώνες.

Τον Δημόσιο Τομέα, τον Ιδιωτικό Τομέα και την Κοινωνία των Πολιτών.

«Έχουμε ξοδέψει δισεκατομμύρια, σαν ανεπτυγμένη κοινωνία, παγκοσμίως για την καταπολέμηση της φτώχιας χωρίς αντίστοιχα αποτελέσματα» είπε με έμφαση.

Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η μεγάλη πρόκληση είναι οι εντόπιες κοινωνίες να αναλάβουν και την αξιοποίηση και λειτουργία των έργων που γίνονται εκεί. Πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία και όχι απλά να γίνονται έργα από κρατικούς οργανισμούς, αλλά και να εντάσσεται ενεργά η τοπική κοινωνία στη λειτουργία τους, συμμετέχοντας στην ευθύνη για τη βιωσιμότητά τους, γιατί αποδείχθηκε πως χωρίς τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στη μέριμνα και ευθύνη για τη  βιωσιμότητα των έργων  αυτά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον ντόπιο πληθυσμό.

Στην συνέχεια αναφέρθηκε στις ΜΚΟ και στην ανάγκη διαφάνειας που πρέπει να διέπει την λειτουργία τους. Ανέφερε παραδείγματα από έργα σημαντικά που έγιναν με ελάχιστους πόρους, τα οποία δικαιώνουν την αξία την συνεισφοράς της Κοινωνίας των Πολιτών.

Τέλος, έγινε αναφορά στο έργο του Ελληνικού Πολιτιστικού κέντρου που διευθύνει στο Παρίσι και στην αξία του Ελληνικού Πολιτισμού που είναι ο καλύτερος πρέσβης της Ελλάδας στον κόσμο. Υπογράμμισε ότι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονται στο εξωτερικό αποβλέπουν στο να κερδίσει η χώρα μας τους κατοίκους της εκάστοτε χώρας. Πρέπει, λοιπόν, πάντοτε να γίνονται σε στενή συνεργασία με τους τοπικούς πολιτιστικούς φορείς και όχι μόνον με την ελληνική τοπική κοινότητα. Αναφέρθηκε σχετικώς στις εξαιρετικά επιτυχημένες εκδηλώσεις που έγιναν στο Παρίσι από το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Παρισίων σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Φίλων του Λούβρου, που ξεχείλισαν από υψηλού επιπέδου γάλλους, οι οποίοι μάλιστα οργάνωσαν και ταξίδι στην Ελλάδα, καθώς και στη συνεργασία με σοβαρό γαλλικό επιστημονικό περιοδικό αρχαιολογίας, το οποίο μέσω ειδικού αφιερώματος προέβαλε την Ελλάδα και το Ελληνικό Πολιτισμό.

 

Μετά το πέρας της ομιλίας έγινε ανοικτή συζήτηση με τα παρευρισκόμενα μέλη και φίλους του ΑΞΙΟΤΗΣ.

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον εθελοντισμό και την συνεισφορά του στην έξοδο από την πολύμορφη κρίση με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την προαγωγή κοινωνικών αξιών και νέων προτύπων. Και τούτο επειδή το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας φθίνει σε παγκόσμιο επίπεδο κι εμείς αναζητούμε νέους τρόπους για την ανάπτυξη υγειών και διατηρήσιμων ανθρώπινων κοινοτήτων. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό μας σύστημα να δημιουργήσει ένα νέο και αποτελεσματικό περιβάλλον το οποίο θα στηρίξει αυτές τις κοινότητες. Από τα διαθέσιμα στοιχεία που έχουμε, φαίνεται ότι η κοινωνική επιχειρηματικότητα προσφέρει εξαιρετικούς νέους τρόπους αξιοποίησης της δυναμικότητας των πολιτών και των κοινοτήτων για τον 21ο αιώνα

Όπως κάθε κοινωνική αλλαγή έτσι και η κοινωνική επιχειρηματικότητα δεν προέκυψε σε κενό αέρος, αλλά αναπτύχθηκε σε ένα μάλλον σύνθετο πλαίσιο που καθορίζεται από δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας μας. Μερικές από αυτές τις δυνάμεις είναι παγκόσμιες. Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, υπάρχει η ανάγκη για περισσότερο καινοτόμες λύσεις που να οδηγούν σε διαρκείς βελτιώσεις της κοινωνίας μας. Χωρίς αμφιβολία, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυτές οι καινοτόμες εξελίξεις, έκαναν τα όρια μεταξύ των παραδοσιακών τομέων της οικονομίας πολύ δυσδιάκριτα. Η δράση του επιχειρηματία της αγοράς τώρα πλέον διευρύνθηκε ώστε να περιλαμβάνει κι εκείνους που κινούνται εκτός ‘αγοράς’ και δεν αποσκοπούν στο κέρδος, εκείνους δηλαδή, που προάγουν την κοινωνική καινοτομία μέσα από τις επιχειρηματικές τους δράσεις. Αυτή η διεύρυνση της σχέσης μεταξύ επιχειρηματικότητας και κοινωνίας δημιουργεί την ανάγκη να προσεγγίσουμε και περιγράψουμε τον ορισμό και τα όρια δράσης της ‘κοινωνικής επιχειρηματικότητας’. Πολλοί όροι έχουν προταθεί για την επιχειρηματικότητα που βρίσκεται εκτός αγοράς και δεν αποσκοπεί στο κέρδος. ‘Κοινωνική Επιχειρηματικότητα’ είναι ο όρος που επεκράτησε. Ο ορισμός της όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και τούτο γιατί αφ’ ενός η έννοια είναι σύνθετη και αφ’ ετέρου γιατί η βιβλιογραφία για το θέμα είναι πολύ μικρή ακόμη, ώστε να καθιερώσει μια καινούρια έννοια. Επί πλέον αυτή η μικρή βιβλιογραφία αντιμετωπίζει την κοινωνική επιχειρηματικότητα ως κάτι που περιλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων, γεγονός που δεν επιτρέπει την συγκεκριμενοποίηση του αντικειμένου.

Ασφαλώς όμως η συνισταμένη των δραστηριοτήτων που περικλείει η έννοια θα πρέπει να αφορά δράσεις που προκαλούν βελτιώσεις και αλλαγές στην κοινωνία, δηλαδή δράσεις που στοχεύουν στη δημιουργία, διατήρηση και προαγωγή κοινωνικών αξιών. Κι αυτός είναι ο πυρήνας που διακρίνει την κοινωνική επιχειρηματικότητα από την ‘αγοραία’ επιχειρηματικότητα, ακόμα  και από την εταιρική κοινωνική ευθύνη. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία ενεργειών που ξεκινούν από την παραγωγή ειδών διατροφής, ένδυσης και στέγης, μέχρι την πρόβλεψη για νέες θέσεις απασχόλησης και παροχή φροντίδας και υγείας, ως επίσης και την οργάνωση και ανάπτυξη αθλητικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.

Με άλλους λόγους αυτό που καθιστά την κοινωνική επιχειρηματικότητα κοινωνική, είναι  ότι η δημιουργία κοινωνικής αξίας είναι προγραμματισμένη και σχεδιασμένη ως το τελικό ‘προϊόν’ της δράσης και όχι απλά το υπο-προϊόν της. Σωστά λοιπόν ο κοινωνικός επιχειρηματίας χαρακτηρίζεται ως κοινωνική δύναμη.

Οι διαφορές ανάμεσα στην κοινωνική και ‘αγοραία’ επιχειρηματικότητα εντοπίζονται κυρίως στη μακροχρόνια αντί της βραχυχρόνιας προοπτικής. Στο κέρδος ως μέσον, αντί του κέρδους ως σκοπού. Στην χρήση του κέρδους για την εξυπηρέτηση κοινωνικών στόχων, αντί του κέρδους που θα φέρει το επί πλέον κέρδος.

Εδώ όμως θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της κοινωνικής και της δημόσιας επιχειρηματικότητας. Στην ‘αγοραία’ επιχειρηματικότητα συναντάμε άτομα που λειτουργούν στις οικονομικές αγορές. Στην ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα τα άτομα λειτουργούν στον δημόσιο τομέα, δηλαδή σε δημόσια ιδρύματα όπως νοσοκομεία, σχολεία, πολιτικούς οργανισμούς, κ.ά. Σε αυτούς τους τύπους της επιχειρηματικότητας η διαφορά έγκειται στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στην κοινωνική επιχειρηματικότητα τούτο δεν είναι καθοριστικός παράγων  για την είσοδο νέων ανθρώπων στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα δεν έχει τίποτα να κάνει με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Οι περισσότερες κοινωνικές επιχειρηματικές δραστηριότητες σήμερα αφορούν την παροχή υπηρεσιών που απευθύνονται κυρίως στις τοπικές κοινωνίες, κάνοντας χρήση τοπικών πόρων. Σ’ αυτού του είδους τις υπηρεσίες η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με την ‘αγοραία’ και ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα.

Πολλοί ακόμα ισχυρίζονται ότι η ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα είναι μέρος της ‘κοινωνικής’ επιχειρηματικότητας. Εν τούτοις, η κοινωνική επιχειρηματικότητα μπορεί να ιδωθεί ως μια εφεύρεση που σκοπεύει να κάνει ορατά τα ειδικά προβλήματα που σχετίζονται με την ανισότητα και την φτώχεια ιδίως στην κοινωνία και όπου η συμμετοχή των πολιτών είναι απόλυτα αναγκαία. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα σχετίζεται επομένως άμεσα με το επίπεδο παιδείας των πολιτών προς την εθελοντική προσφορά δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των προσφερομένων υπηρεσιών προϋποθέτει την εθελοντική συμμετοχή κάτω από τον συντονισμό του κοινωνικού επιχειρηματία. Μόνο έτσι μπορεί να διορθώσει την μη ικανοποιητική κατάσταση των πραγμάτων στην κοινωνία. Βέβαια και η ‘δημόσια’ επιχειρηματικότητα πιθανότατα να οδηγεί σε τέτοιες διορθώσεις, αλλά οδηγεί σε κοινωνική συμπεριφορά που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ‘επαρκής’ και ‘κανονική’, κάτι που συνήθως λείπει  σε τοπικές κοινότητες προς τις οποίες, όπως ειπώθηκε, απευθύνεται η κοινωνική επιχειρηματικότητα. Και τούτο γιατί η ‘επάρκεια’ και ‘κανονικότητα’ απαιτεί την ύπαρξη μιας διοικητικής (ή διαχειριστικής) συμπεριφοράς, δηλαδή την διαχείριση συγκεκριμένης ποσότητας διαθεσίμων πόρων, που περιορίζει τον καθορισμό της δράσης μέσα στις υπάρχουσες δυνατότητες. Αντίθετα, η κοινωνική επιχειρηματική συμπεριφορά περιορίζεται πολύ λιγότερο από τους υπάρχοντες και τους προσδοκώμενους πόρους και δημιουργεί νέους πόρους όσο αυτή σχεδιάζεται, καθιερώνεται και αναπτύσσεται. Εδώ η έννοια των πόρων διευρύνεται πέρα από τους οικονομικούς και χρονικούς και περιλαμβάνει δράσεις που προκαλούν χαρά, συντροφικότητα, εθελοντική και μη αμειβόμενη εργασία, δηλ. οτιδήποτε μας προάγει ως ανθρώπινα όντα.

Επομένως, η κοινωνική  επιχειρηματικότητα συζητείται σήμερα σε σχέση με την ‘ρύθμιση’ προβλημάτων  που αφορούν το κράτος ευημερίας. Οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν προσπαθούν να υποκαταστήσουν την αγορά στις δράσεις τους, δεν είναι managers σε οργανισμούς ή παραγωγοί προϊόντων ή υπηρεσιών όπου οι νόμοι της προσφοράς και ζήτησης ισχύουν και λειτουργούν, αλλά πολίτες που προκαλούν, προσκαλούν και εμπλέκουν άλλους πολίτες σε δράσεις αναδεικνύοντας τα οριακά φαινόμενα των τοπικών κοινωνιών τους, τα οποία καθιστούν περισσότερο κεντρικά για την κοινωνία. Έτσι, οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν ενδιαφέρονται πρωταρχικά στο να αποκαταστήσουν τα ελαττώματα της κοινωνίας αλλά να εμπλέξουν άλλους πολίτες στην ανάπτυξη του ‘πολιτιστικού’ κεφαλαίου (αδελφοποίηση και δημοκρατία) ώστε να δημιουργήσουν κάτι περισσότερο ‘ολοκληρωμένο’ και ‘περιεκτικό’ για την κοινωνία.    

Η άσκηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας προϋποθέτει την ύπαρξη της ‘κοινωνικής επιχείρησης’. Η Κοινωνική Επιχείρηση είναι και αυτή πολύ καινούρια έννοια. Όπως κάθε επιχείρηση παράγει αγαθά και υπηρεσίες, διαθέτει μεγάλο βαθμό αυτονομίας και αναλαμβάνει μεγάλου βαθμού οικονομικό κίνδυνο. Διαθέτει όμως κι άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Αποτελεί πρωτοβουλία που ξεκίνησε από ομάδα πολιτών, είναι δηλαδή μια συλλογική δραστηριότητα  με ρητό σκοπό το όφελος της κοινωνίας, που για την επίτευξη του δεσμεύει ελάχιστο αριθμό αμειβόμενης εργασίας, στην οποία συμμετέχουν τα άτομα που επηρεάζονται από τη δράση της. Διαθέτει δύναμη λήψης αποφάσεων που δεν βασίζεται όμως στην συμμετοχή στο κεφάλαιο. Τέλος, αν υπάρχουν κέρδη, η επιχείρηση προβαίνει σε περιορισμένη διανομή τους. Και αυτό σε όσους συμμετέχουν.

Σχετικά παλαιά (2001) μελέτη για την Ε.Ε. (15) ταξινομεί τις δραστηριότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων σε δυο κυρίως πεδία: εύρεση εργασίας για τα ‘μή-ενταγμένα’ μέλη της κοινωνίας, και παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας. Άλλη πολύ πιο πρόσφατη μελέτη (2009) για τις Σκανδιναυικές χώρες (κυρίως Σουηδία) βρήκε ότι οι σκοποί της κοινωνικής επιχείρησης είναι πολύ ευρύτεροι. Η κοινωνική επιχείρηση επί πλέον στοχεύει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για το σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο για τους ‘μη-ενταγμένους’, επιδιώκει την δημιουργία ασφαλέστερου και υγειινότερου περιβάλλοντος ζωής, και προκαλεί την κοινωνική αφύπνιση και κινητικότητα καθώς και τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας των μη εχόντων και περιθωριακών.  

Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας για την κοινωνική επιχειρηματικότητα διεξάγεται στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Τα μοντέλα όμως αυτής που αναπτύχθηκαν στις δύο πλευρές του Ατλαντικού διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους:

Στις ΗΠΑ κυριαρχεί εκείνο κατά το οποίο πρώην ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι κατάφεραν να τις πουλήσουν σε υψηλές τιμές, ή νεαροί απόφοιτοι επιχειρησιακών σχολών με κοινωνικές ευαισθησίες, δραστηριοποιούνται στον ‘μηδενικών-κερδών-επιχειρηματικό τομέα’ μεταφέροντες την επιτυχημένη επιχειρηματική εμπειρία και γνώση τους στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Η διαφορά τους από την προηγούμενη επαγγελματική τους κατάστασή είναι ότι τώρα αντί να επιλύουν προβλήματα των επιχειρήσεων τους, χρησιμοποιούν το ταλέντο τους για την επίλυση προβλημάτων μεγαλύτερης κλίμακας που αφορούν το σύνολο της κοινότητας. Με άλλους λόγους, η κοινωνική επιχειρηματικότητα στις ΗΠΑ θέτει μεν κοινωνικούς στόχους, αναμιγνύει δε κοινωνικές με εμπορικές μεθόδους επιχειρείν.  Αντίστοιχες μελέτες στην Ευρώπη διαπιστώνουν ένα διαφορετικό προφίλ κοινωνικού επιχειρηματία:

  • Αντίθετα με τους αγοραίους επιχειρηματίες οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν διορίζονται ποτέ από μετόχους ή άλλους φορείς, αλλά η δράση τους, πάνω και πέρα από μια συνήθη καθημερινή δραστηριότητα, υπαγορεύεται από την ελεύθερη βούληση τους  και δεν περιγράφεται σε επαγγελματικά περιγράμματα.
  • Είναι μέλη κοινωνικών ομάδων και θεωρούν τους συνεργάτες τους ως τους κύριους συντελεστές της επιτυχίας τους.
  • Δεν προχωρούν με βάση επίσημο σχέδιο δράσης και δεν εφαρμόζουν ή εφαρμόζουν πολύ λίγο ‘επιστημονικές’ μεθόδους διοίκησης και προώθησης του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγουν. Συνήθως δεν μελετούν και δεν προσχεδιάζουν τις πράξεις τους. Γι αυτό και έχουν προβλήματα στο να περιγράψουν με λεπτομέρειες πως και γιατί ενήργησαν με τον συγκεκριμένο τρόπο.
  • Θα ένιωθαν πολύ άσχημα αν εργάζονταν σε ‘τυπικούς’ οργανισμούς. Θεωρούν τη δράση στην οποία έχουν εμπλακεί ότι είναι το πλέον φυσικό πράγμα που μπορούν να κάνουν για την κοινωνία σήμερα και εκπλήσσονται γιατί περισσότεροι άνθρωποι δεν εμπλέκονται στην δράση αυτή.

 

 * ο κ. Σπύρος Βλιάμος ειναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μελος του ΑΞΙΟΤΗΣ

Άρθρο του Δημήτρη Τσιμπανούλη απο το Capital.gr (Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου 2014)


Τέλη του 2009 το Σωματείο Αξιότης είχε εκπονήσει μελέτη με τίτλο: «Η Ελλάδα Ενεργότερος Εταίρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Αιτία σύνταξης αυτού του πονήματος ήταν η διαπιστωθείσα διαδεδομένη άγνοια στη χώρα μας γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις εξελίξεις της, καθώς και ο παθητικός ρόλος των ελλήνων στα δρώμενα της ΕΕ. Η αντιμετώπιση της ΕΕ ως ξένου σώματος και ως αναγκαίου κακού είχε παγιώσει μια μοιρολατρική διάθεση. Κυριαρχούσε άγνοια ή αδυναμία ουσιαστικής παρακολούθησης των ευρωπαϊκών δράσεων και δρωμένων από τη χώρα μας. Η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή ήταν επιδερμική και πλημμελής και είχαμε τα πρωτεία στη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις μας ως κράτους-μέλους, σκόπιμη ή εξ αμελείας, κατά περίπτωση. Έλειπε κάθε διάθεση θεσμικής παρέμβασης και δημιουργικής συμμετοχής στις ευρωπαϊκές δράσεις και είχε εκλείψει ο σεβασμός κράτους και πολιτών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.


Η νοοτροπία αυτή, προερχομένη εκ των άνω, είχε βαθιά διαποτίσει την κοινωνία και το λαό μας. Οι έλληνες πολιτικοί συμπεριφέρονταν σαν να μην επιθυμούν να γνωρίζει ο μέσος έλληνας τι συζητείται και τι διακυβεύεται στα ευρωπαϊκά όργανα, πώς γίνονται οι διαπραγματεύσεις και ποιές συμμαχίες δημιουργούνται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η κάθε κυβέρνηση δεν ήθελε να γίνονται γνωστές στην αντιπολίτευση και, ευρύτερα, στο κοινοβούλιο, οι θέσεις της και η στρατηγική της, και τούτο για λόγους κομματικούς και όχι διαπραγματευτικής τακτικής. Τα περισσότερα ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης ήταν αποστασιοποιήμενα από τα ευρωπαϊκά θέματα και η επικοινωνία τους με τα ευρωπαϊκά όργανα ήταν πλημμελέστατη. Κυριαρχούσε μυστικοπάθεια και εσωστρέφεια, για να προωθούνται οι στενόκαρδες πολιτικές ατζέντες των εκάστοτε κυβερνώντων. Όσο για τη στελέχωση των ελληνικών μονάδων και επιτροπών στις Βρυξέλλες, αυτή συχνά κάθε άλλο παρά αξιοκρατική ήταν.

Τις συνέπειες αυτής της πολιτικής και νοοτροπίας τις πληρώσαμε πολύ ακριβά. Και όταν ξέσπασε η κρίση το 2010, λόγω της καταστροφικής πολιτικής των προηγουμένων ετών, η χώρα μας δεν είχε τα στελέχη εκείνα, που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να αναπτύξει πειστικό και ειλικρινή διάλογο με τα ευρωπαϊκά όργανα. Έχοντας απαξιώσει την ΕΕ, είχαμε αυτοαπαξιωθεί και αποξενωθεί από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αδυνατώντας να αρθρώσουμε πειστικό λόγο. Πέρα από τις πρωτογενείς οδυνηρές συνέπειες της χρηματοοικονομικής εξαθλίωσης της χώρας μας που βίωσε και βιώνει ο ελληνικός λαός, υφιστάμεθα και τις παράπλευρες ποιοτικές απώλειες της χρηματοοικονομικής κρίσης. Η πολυνομία θριαμβεύει, τα νομοθετήματά μας έχουν πέσει στο ναδίρ της ποιοτικής κλίμακας, η γραφειοκρατία γνωρίζει ανεπανάληπτη δόξα και η ποιότητα ζωής έχει φθάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Ο έλληνας πολίτης μένει ενεός μπροστά σ’ αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων και απορεί για το τι μπορεί να κάνει. Το πρόβλημα είναι πως και σήμερα λίγα γίνονται για την ποιοτική αναβάθμιση της χώρας μας σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κυβερνώντες είναι απορροφημένοι από τον επίπονο καθημερινό αγώνα με τους αριθμούς και τη δημοσιονομική πειθαρχία και, λόγω των μέτρων λιτότητας, το δημόσιο αδυνατεί να διαθέσει πόρους για πραγματική μελέτη, ανάλυση και αξιολόγηση των προβλημάτων της χώρας μας και τη διατύπωση ουσιαστικών προτάσεων επίλυσής τους. Η ανάγκη επικέντρωσης της κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης στην αντιμετώπιση των δομικών και οικονομικών προβλημάτων της χώρας, που σοβούσαν για χρόνια και εξερράγησαν με πάταγο απειλώντας την επιβίωσή μας, ήταν μια πειστική ως τα τώρα εξήγηση. Ακόμα και αν οι συνταγές που μας επεβλήθησαν από την τρόικα, που αναγκαζόμασταν να ακολουθούμε, συχνά κάθε άλλο παρά επιτυχημένες ήταν.

Όμως τα σημαντικά επιτεύγματα της χώρας μας στον οικονομικό τομέα τα τελευταία χρόνια, που πέτυχε, με τις θυσίες του λαού, μια μοναδική για τα διεθνή δεδομένα δημοσιονομική προσαρμογή, δίνουν πλέον στον ελληνικό λαό το δικαίωμα όχι μόνο να ελπίζει, αλλά και να απαιτήσει να επαναπροσδιορισθεί, επιτέλους, η θέση και η στάση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη θεσμική κοσμογονία που συντελείται σήμερα στην Ευρώπη, η Ελλάδα υποχρεούται να διαδραματίσει ρόλο ουσιαστικό, αν θέλει να ελπίζει σε ένα ευρωπαϊκό αύριο. Τον ως τα τώρα παθητικό ρόλο μας στην ΕΕ, που αντανακλάται στην όλη συμπεριφορά μας στα ευρωπαϊκά όργανα και την, συχνά, ως εκ των καταστάσεων, ηττοπαθή μας συμπεριφορά («ουαί τοις ηττημένοις»), πρέπει να διαδεχθεί υπεύθυνη, δημιουργική και εποικοδομητική διάθεση, που θα προωθηθεί μέσα από τη δημόσια διοίκηση και την ίδια την κοινωνία των πολιτών. Είναι απαραίτητο να διατεθούν πόροι από το κράτος σε νέους επιστήμονες και ανθρώπους, έτσι ώστε να μελετηθεί σοβαρά η κατάσταση. Εδώ πρέπει να διοχετευθεί το πλεόνασμα του προϋπολογισμού και πουθενά αλλού: Για να αντιμετωπισθεί η ανεργία των νέων επιστημόνων και, παράλληλα, να μπορέσει να κατανοήσει η κοινωνία τα θέματα που αντιμετωπίζουμε στην Ευρώπη και τις λύσεις που συζητούνται, ευαισθητοποιούμενη στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται, αλλά και στις ευκαιρίες που προσφέρονται. Για να καταστούν συνειδητές στους εργαζόμενους και τις παραγωγικές τάξεις οι δυνατότητες που δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις αξιοποίησής τους.

Οι αλλαγές πρέπει να επέλθουν τόσο στο εσωτερικό της χώρας μας, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και επεξεργαζόμαστε τα θέματα που συζητούνται και αποφασίζονται στην ΕΕ, όσο στη σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ. Αναπτύσσοντας σοβαρή επιχειρηματολογία, να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ουσιαστικού διαλόγου και επικοινωνίας με τους ευρωπαίους εταίρους και, συμπήζοντας κατάλληλες συμμαχίες, να τους πείσουμε για την ανάγκη προώθησης όλων των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνον εκείνων που επιλεκτικά σταχυολογούν ορισμένοι. Να καταδείξουμε επιστημονικά πως με υψηλή ανεργία και χωρίς προϋποθέσεις απασχόλησης, αποκλειστικά με μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας, χωρίς τόνωση της ζήτησης στην αγορά με κατάλληλα μέτρα ευρωπαϊκής πολιτικής παρά μόνον με εσωτερική υποτίμηση, ούτε χρηματοπιστωτική σταθερότητα μπορεί να υπάρξει ούτε ανάπτυξη. Ούτε ενιαία Ευρώπη.

Τα μέτρα αυτά δεν αρκεί να προέρχονται μόνον από την ιδιωτική πρωτοβουλία, επιβάλλεται να έχουν θεσμική προέλευση. Το κράτος πρέπει να οργανώσει, υποστηρίξει και ενισχύσει οικονομικά την εξοικείωση των επιστημόνων, των επιχειρηματιών, των επαγγελματιών, των εργαζομένων και της κοινωνίας των πολιτών με τα εντόνως συζητούμενα επίκαιρα θέματα επαναπροσδιορισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής και να δημιουργήσει εργαστήρια άξιων στελεχών και εκπροσώπων μιας νέας Ελλάδας, πιο παρεμβατικής, πιο διεκδικητικής, ισότιμου και ενεργητικού εταίρου στην ΕΕ, που θα ανατρέψει τις δυσοίωνες προβλέψεις, θα αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα και θα χαίρει υπολήψεως και σεβασμού χάρη στο επίπεδο και την αξιότητα των πολιτών της και την αξιοκρατική της δομή.

* O κ. Δημήτρης Τσιμπανούλης είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του Παν/μίου της Φραγκφούρτης, γενικός γραμματέας του Σωματείου Αξιότης.

Άρθρο του Γιάννη Αναστασόπουλου στο Capital,gr (Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου 2013)


Ζούμε, αναμφισβήτητα, τη δυσκολότερη περίοδο από τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Σε καταστάσεις όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα, κάποιοι υποκύπτουν στο καθεστώς φόβου και ανασφάλειας που επικρατεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κλείνονται στο καβούκι τους, μένουν αδρανείς και παραμένουν στην πεπατημένη οδό θεατές, αρνούμενοι να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο ή να κάνουν νέα ξεκινήματα. Κάποιοι άλλοι, υιοθετούν μια στάση «νομοτελειακής αισιοδοξίας» θεωρώντας την κρίση ως «μπόρα που θα περάσει», συνεχίζοντας να ενεργούν ακριβώς όπως και πριν και θεωρώντας, αφελώς, ότι όλα κάποια στιγμή «θα φτιάξουν», δίχως να χρειαστεί να αναθεωρήσουν πρακτικές και συμπεριφορές του παρελθόντος.

Όμως, και οι δύο αυτές στάσεις είναι αναποτελεσματικές. Δεν οδηγούν πουθενά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό  να μην επιτρέψουμε στον εαυτό μας να παραλύσει μπροστά στη ρευστότητα  που χαρακτηρίζει τη χώρα σήμερα, αλλά και να μην γίνουμε ανεδαφικά αισιόδοξοι, πιστεύοντας στον «από μηχανής Θεό», που, μαγικά, θα δώσει τη λύση σε όλα τα προβλήματα.

Χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση όπως θα έκανε ένας «καλός Ηγέτης» κατά τον Πλάτωνα. Να προσαρμοστούμε στις περιστάσεις, πιστεύοντας στον εαυτό μας και στη δύναμη του κοινού σκοπού, υιοθετώντας τη στάση του «αισιόδοξου ρεαλισμού» και έχοντας στο μυαλό μας ότι ναι μεν η κρίση έφερε προβλήματα που πρέπει να λύσουμε, φέρνει όμως και ευκαιρίες. Ευκαιρίες να γίνουν αλλαγές στη συμπεριφορά μας, στη νοοτροπία μας, στο πολιτικό σύστημα, στον τόπο. Ευκαιρίες για ανάπτυξη και διέξοδο από το σκοτεινό τούνελ της μοιρολατρίας και της  απαισιοδοξίας όπου –δυστυχώς– έχει περιπέσει η χώρα. Αυτή η εθνική μελαγχολία πρέπει να μετατραπεί σε ανάταση.  Δεν λέω ότι είναι εύκολο. Λέω όμως ότι είναι εφικτό. Με συλλογική προσπάθεια (από την κυβέρνηση, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις) η κρίση που βιώνουμε μπορεί να καταστεί  σημείο ανάταξης.

Ανέκαθεν πίστευα ότι ως πολίτες οφείλουμε να δρούμε και να συμμετέχουμε στα κοινά. Με λίγα λόγια, το να είσαι πολίτης, δεν σημαίνει απλώς ότι ζεις σε μια κοινωνία και περιμένεις το κράτος να φροντίσει τα πάντα. Ενεργός πολίτης σημαίνει να προσπαθείς εσύ ο ίδιος να βελτιώσεις όσα μπορείς. Διότι το κράτος δεν είναι μια αόριστη έννοια που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες και αφορά γενικώς κάποιους τρίτους. Αφορά τόσο τους δημόσιους λειτουργούς που ασκούν εξουσία (εκλεγμένους και μη) όσο και την κοινωνία στο σύνολό της. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει κάποιος που εξαιρείται από αυτό. Θεωρώ ότι η δυνατότητα μιας καλύτερης ή χειρότερης ημέρας, εξαρτάται και από την ανάληψη των ατομικών μας ευθυνών και της αυτοκριτικής και συνυπογράφω την παρότρυνση του φιλοσόφου Στέλιου Ράμφου: «Ασ’ τους άλλους. Εσύ ο ίδιος πού ευθύνεσαι; Τι προσάπτεις στον εαυτό σου; Από εκεί θα βρεθούν τα υπόλοιπα. Όσο αυτό δεν γίνεται, η κρίση θα παρατείνεται, το σάπισμα θα βαθαίνει και τα φαινόμενα της ανομίας θα γίνονται πιο άγρια».

Αναμφισβήτητα, είναι έργο της κυβέρνησης και των πολιτικών ηγετών να ενσταλάξουν σε εμάς τους πολίτες τη δύναμη του κοινού σκοπού, να μας κάνουν συμμέτοχους και να μας ενεργοποιήσουν. Φαίνεται ότι δεν το έχουν καταφέρει... Δεν ωφελεί, όμως, να σταθούμε απλώς σε αυτή τη διαπίστωση. Αντιθέτως, ας αναλάβουμε δράση. Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας και, με βαθιά αυτογνωσία, ας επιχειρήσουμε να  ξεπεράσουμε τα αδιέξοδά μας, αφήνοντας πίσω διαπαντός λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος. Ας αλλάξουμε. Είναι πρωτίστως δικό μας χρέος να προσπαθήσουμε για το καλύτερο. Στο παρελθόν, η κοινή προσπάθεια έχει κάνει θαύματα.

* Ο κ. Γιάννης Αναστασόπουλος είναι πρόεδρος του συλλόγου ΑΞΙΟΤΗΣ

Η πίτα του ΑΞΙΟΤΗΣ

 
 Καλή Χρονιά! Το σωματείο Αξιότης εύχεται στα μέλη, τους φίλους και τις οικογένειες τους Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά, με υγεία, χαρά και επιτυχίες!
Και η πρώτη επιτυχία ήρθε για τον Βαγγέλη Μαρνέρη με την μορφή του φλουριού της βασιλόπιτας, που συνοδεύτηκε από ένα εξαιρετικό δώρο που θα του θυμίζει αυτή την επιτυχία για πολλά πολλά χρόνια. Μπράβο Βαγγέλη!!!







Στην όμορφη εκδήλωση της κοπής της -νοστιμότατης- πίτας, μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα, να μιλήσουμε για τα σοβαρά αλλά και να αστειευτούμε με τα φαιδρά θέματα της επικαιρότητας. Δηλώσαμε την πρόθεση μας να κάνουμε το σωματείο ακόμα καλύτερο, με ευρεία θεματολογία, εκλεκτούς καλεσμένους και προτάσεις λύσεων στα θέματα που μας προβληματίζουν.
Ο πρόεδρος Γιάννης Αναστασόπουλος που έκοψε την πίτα, έκανε τον απολογισμό της χρονιάς που πέρασε και ευχήθηκε το 2014 να πάει ακόμα καλύτερα για τον σύλλογο, τα μέλη αλλά και την χώρα. Και ακόμα μια φορά δεσμεύτηκε ότι ο Αξιότης θα έχει ενεργή συμμετοχή σε αυτό.
Στο δείπνο που ακολούθησε η διάθεση ανέβηκε ακόμη περισσότερο και δώσαμε ήδη ραντεβού για νέες γευστικές και όχι μόνο εξορμήσεις.
Χρόνια Πολλά λοιπόν και Καλή Χρονιά!
Η ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και η ανυπαρξία πολιτικής διαχείρισης του ανθρωπίνου δυναμικού στο δημόσιο είναι κοινή διαπίστωση όλων. Ο κ. Δημήτρης Δανηλάτος στην ομιλία του στην ολομέλεια του "Αξιότης" αναλύει σε βάθος τα αίτια και προτείνει εφικτές και εφαρμόσιμες λύσεις για την επίλυση του προβλήματος.
 
Η οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα, μαζί με όσα δεινά επισώρευσε, μεταξύ άλλων ανέδειξε, κατά τρόπο εντυπωσιακό και αδιαμφισβήτητο και τις χρόνιες παθογένειες και δυσλειτουργίες του δημόσιου τομέα, αλλά και την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές, που θα διακρίνονται από την τόλμη και την αποφασιστικότητα των διοικούντων και τη διάθεση για βαθιές τομές και ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Μεταξύ άλλων θεμάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο του σχετικού προβληματισμού είναι και εκείνο της πολιτικής που εφαρμόζεται στα θέματα της διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο, όπου:
  • η αρχαιότητα και τα τυπικά προσόντα αποτελούν κατά κανόνα τη βάση για την προαγωγή,
  • το πτυχίο αποτελεί βασικό εργαλείο για την ουσιαστική «στεγανοποίηση» ως προς τη δυνατότητα ανάληψης θέσεων ευθύνης  
  • οι αμοιβές ελάχιστα διαφέρουν από κλιμάκιο σε κλιμάκιο,
  • η αξιολόγηση της απόδοσης είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη
  • δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για επιβράβευση των άξιων στελεχών και υπαλλήλων,
  • καταγράφονται και άλλα παρόμοιας μορφής φαινόμενα και δυσλειτουργίες, ων ουκ έστι αριθμός.
Επιπλέον, όμως, διαπιστώνεται ότι τόσον το όλο ζήτημα της γενικότερης δομής και λειτουργίας του Δημόσιου τομέα και της Δημόσιας Διοίκησης όσο και το ειδικότερο θέμα της πολιτικής διοίκησης και διαχείρισης του Ανθρώπινου Δυναμικού στο Δημόσιο (προσλήψεις, αξιολόγηση, προαγωγές και εξέλιξη, τοποθετήσεις, επιμόρφωση, αμοιβές και άλλες παροχές, κ.α.), υπήρξαν μεν αντικείμενο πολλών δήθεν «μεταρρυθμίσεων» και «αλλαγών» χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκρισμα, καθώς κάθε προσπάθεια επίλυσης ή/και εξωραϊσμού τους κατέληγε συχνά στα αντίθετα από τα εκάστοτε επιδιωκόμενα ή εξαγγελλόμενα αποτελέσματα.


Με μοναδική ίσως εξαίρεση τη δημιουργία του ΑΣΕΠ,  όλες σχεδόν οι λοιπές νομοθετικές και κανονιστικές παρεμβάσεις μάλλον δημιουργούσαν νέα προβλήματα χωρίς να δίνουν ικανοποιητικές λύσεις σε άλλα ήδη υφιστάμενα και πανθομολογούμενα.
Ακόμη και εξαιρετικές στον πυρήνα τους προτάσεις, όπως η δημιουργία της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, κατά τα πρότυπα της περίφημης γαλλικής Ecole Nationale d’ Administration (ENA), δεν απέδωσαν τους καρπούς και τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα καθώς στη μεγάλη του πλειοψηφία το όλο σύστημα (πολιτικοί, κόμματα, συνδικαλιστές, υπαλληλικό προσωπικό) στην πράξη ακύρωσε τις προσδοκίες για βελτίωση της Δημόσιας Διοίκησης μέσω της ταχείας ενσωμάτωσης και αξιοποίησης των αποφοίτων της με διαδικασίες τοποθέτησης τους σε θέσης ευθύνης έξω από τις παραδοσιακές.
Την ίδια στιγμή, με την υιοθέτηση και εφαρμογή των διατάξεων για την προαγωγή και ανάθεση καθηκόντων σε θέσεις ευθύνης (προϊστάμενοι τμημάτων και διευθύνσεων) με τριετή θητεία, στο τέλος της οποίας προβλέπεται εκ νέου κρίση από μηδενική βάση, που ενδεχομένως θα είχε ως αποτέλεσμα ένας μέχρι τη στιγμή εκείνη τμηματάρχης ή διευθυντής να μεταπέσει στην κατηγορία του απλού υπαλλήλου, ακυρωνόταν εν τοις πράγμασι κάθε προσπάθεια αντικειμενικής αξιολόγησης των υφισταμένων από τους προϊσταμένους τους, οι οποίοι τους έκριναν σχεδόν όλους ως αρίστους για να αποφύγουν τις πιθανές σε βάρος τους συνέπειες, σε περίπτωση που, μετά την πρώτη επανάκρισή τους, κατέληγαν να είναι υφιστάμενοι των πρώην υφισταμένων τους.
Οι προαναφερόμενες παθογένειες είναι απλά ενδεικτικές και ίσως οι πιο χαρακτηριστικές ενός συστήματος διοίκησης και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού που μόνο προβλήματα δημιουργεί και απέχει παρασάγγας από ένα σύγχρονο σύστημα, όπως είναι εκείνα που εφαρμόζονται  από άλλες χώρες, οι οποίες διακρίνονται από ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δημόσιας διοίκησης, σε τέτοιο μάλιστα σημείο ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες πολιτικές κρίσεις αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης (με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Βελγίου, όπου η κρίση διήρκεσε 541 ημέρες, μέχρι να σχηματισθεί κυβέρνηση) και να λειτουργούν αποτελεσματικά χάρη στη δημόσια διοίκησή τους και μόνο.
Ακόμη και σήμερα, όμως, μετά από τρία χρόνια εφαρμογής των μνημονίων οι ελάχιστες δράσεις, που αναλήφθηκαν, αφορούν μόνο τα θέματα εξορθολογισμού της διοικητικής δομής των διαφόρων υπουργείων, - με την κατάργηση ή/και συγχώνευση μεγάλου αριθμού διευθύνσεων και τμημάτων - και εφαρμόζονται κατά τρόπο μάλλον μηχανιστικό.
Ασφαλώς η μείωση αυτή είναι επιβεβλημένη, αλλά από μόνη της δεν θα επιτύχει να διορθώσει τα πολλά και ποικίλα κακώς κείμενα, που οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στην ουσιαστική ανυπαρξία μίας συνολικής στρατηγικής για τη στελέχωση του δημόσιου τομέα που θα βασίζεται σε μία ολοκληρωμένη πολιτική διοίκησης και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.
Την ίδια στιγμή η αδυναμία ή/και η απροθυμία μείωσης του μεγέθους του δημόσιου τομέα μαζί με την ανάγκη για περιστολή της δαπάνης μισθοδοσίας είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση του επιπέδου μισθών στο δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο κατά τρόπο επίσης μηχανιστικό, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας ακόμη αιτίας δυσλειτουργίας καθώς άξιοι και λιγότερο άξιοι υπάλληλοι βλέπουν τις αμοιβές τους να ευρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.
Το Σωματείο ΑΞΙΟΤΗΣ, από την πλευρά του, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του αφενός μεν για τη μελέτη ζητημάτων κρίσιμης σημασίας για τη χώρα αφετέρου δε για την αναζήτηση λύσεων και την υποβολή προτάσεων εφικτών αλλαγών επί των ζητημάτων αυτών, ασχολήθηκε στο παρελθόν με μία από τις πτυχές του προαναφερομένου προβλήματος υποβάλλοντας συγκεκριμένες προτάσεις για ένα άλλο μοντέλο επιλογής των Γενικών Διευθυντών, στο στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Στην παρούσα φάση, αποφάσισε τη συγκρότησης ειδικής Ομάδας Εργασίας που ανέλαβε να μελετήσει και τις άλλες πτυχές μίας συνολικής στρατηγικής και της συναφούς με αυτήν ολοκληρωμένης πολιτικής διοίκησης και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού για το Δημόσιο Τομέα.
Προϋπόθεση για να εφαρμοσθεί μία νέα πολιτική στον τομέα αυτό αποτελεί η υιοθέτηση επιτυχημένων προτύπων και πρακτικών, που εφαρμόζονται επί μακρόν σε άλλες χώρες αλλά και στον ιδιωτικό τομέα όπου η εμμονή σε διάφορα στερεότυπα και η διατήρηση παγιωμένων αντιλήψεων, όπως η υπερβολική εμμονή στην προτεραιότητα της αρχαιότητας και των τυπικών προσόντων έναντι της αξιοκρατίας και των ουσιαστικών προσόντων έχουν  από μακρού χρόνου ξεπερασθεί.
Τα βασικά θέματα που εξετάζονται αναφέρονται σε:
➢    προσλήψεις,
➢    αξιολόγηση,
➢    προαγωγές και εξέλιξη,
➢    τοποθετήσεις,
➢    επιμόρφωση,
➢    αμοιβές και άλλες παροχές
➢    κινητικότητα και διακλαδικότητα.

1.    Προσλήψεις
Ο θεσμός του ΑΣΕΠ, όχι μόνον θα πρέπει να διατηρηθεί, αλλά παράλληλα να ενισχυθεί προς δύο βασικές κατευθύνσεις:
➢    Η πρώτη αναφέρεται στην επέκταση της αρμοδιότητας του ΑΣΕΠ για όλες ανεξαιρέτως τις προσλήψεις στο δημόσιο (στενότερο και ευρύτερο) τομέα ακόμη και για τις θέσεις απασχόλησης ορισμένου χρόνου ή/και εκείνες της προσωρινής ή εποχιακής απασχόλησης
➢    Η δεύτερη αναφέρεται στην ενίσχυση του ΑΣΕΠ με το αναγκαίο προσωπικό ώστε να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα αφαιρώντας το εύλογο και συχνά δικαιολογημένο επιχείρημα της υπερβολικής καθυστέρησης των διαδικασιών του, μέσω του οποίου παρακάμπτονται όσα προβλέπονται από το νομοθετικό πλαίσιο για τις προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ.
Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια για ειδική αξιολόγηση, από την πλευρά τυχόν ψυχολογικών ή άλλης μορφής εμποδίων στην ανάληψη και εκτέλεση καθηκόντων δημοσίου λειτουργού, των εκάστοτε προκρινομένων ως επιτυχόντων στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ.
Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγονται φαινόμενα όπου κάποιοι εκ των επιτυχόντων όχι μόνο δεν είναι σε θέση να προσφέρουν πραγματικές υπηρεσίες στους φορείς για τους οποίους προσλαμβάνονται, αλλά δημιουργούν επιπλέον προβλήματα.
Οι προσλήψεις γίνονται για καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τη μεγάλη τους πλειοψηφία, με δυνατότητα στη Διοίκηση να προκηρύσσει και θέσεις με χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, ακόμη και μερικής απασχόλησης (part-time).
Για όσους προσλαμβάνονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, προβλέπεται δοκιμαστική περίοδος 2-3 ετών, πριν τη μονιμοποίησή τους, με δικαίωμα στη Διοίκηση να την αρνηθεί με αιτιολογημένη απόφασή της και ως εκ τούτου την απόλυση του υπαλλήλου.

2.    Αξιολόγηση
Η διαδικασία, που μέχρι σήμερα εφαρμόζεται για την αξιολόγηση της απόδοσης του προσωπικού, μεταρρυθμίζεται ριζικά με την υιοθέτηση και εφαρμογή προτύπων αξιολόγησης προσωπικού ανάλογων με αυτά, που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, και στις οποίες υπάρχουν ειδικοί ποσοτικοί ή ποσοστιαίοι περιορισμοί ως προς τον συνολικό αριθμό των αξιολογούμενων που θα μπορούν να ενταχθούν σε κάθε προβλεπόμενη βαθμίδα αξιολόγησης.
Για παράδειγμα σε μία πεντάβαθμη κλίμακα κατάταξης του προσωπικού, μόνο ένα ποσοστό ίσο με το 10 (ή 15% κατ’ ανώτατο όριο) του συνολικού αριθμού των αξιολογούμενων θα μπορεί να λάβει τον ανώτατο βαθμό αξιολόγησης ενώ και για τις άλλες τέσσερις κατηγορίες θα προβλέπονται αντίστοιχα ειδικές ποσοστώσεις επί του συνολικού αριθμού των αξιολογούμενων.
Κατά την αξιολόγηση, θεσμοθετείται – εάν και όπου δεν υπάρχει – κριτήριο για την επίτευξη στόχων σε επίπεδο ατομικό όσο και ομαδικό (στο επίπεδο της διοικητικής μονάδας), οι οποίοι έχουν τεθεί και συμφωνηθεί ήδη από την έναρξη της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται η αξιολόγηση.
Υπάρχει άμεση συνάφεια και σχέση των στόχων με την περιγραφή των αντικειμένων της κάθε θέσης (job description), περιγραφή που αναθεωρείται από μηδενική βάση και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα.
Επίσης, κατά την αξιολόγηση καλύπτονται και άλλες πτυχές της όλης απόδοσης και συμπεριφοράς των αξιολογούμενων υπαλλήλων όπως εκείνα του απολογισμού και της λογοδοσίας (accountability) ενώ λαμβάνονται υπόψη τυχόν εξω-υπηρεσιακές δραστηριότητες και ασχολίες του κάθε υπαλλήλου, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συναφείς με το αντικείμενο της υπηρεσίας του (π.χ. δημοσιεύσεις, άρθρα, ενασχόληση με σχετική ΜΚΟ, κ.α.) .
 
3.    Προαγωγές και Εξέλιξη
Η διαδικασία προαγωγών βασίζεται κατά κύριο λόγο στις εκθέσεις αξιολόγησης (τόσο των προϊστάμενων όσο και των υφιστάμενων για όσους κατέχουν θέσεις ευθύνης) αλλά και στην άποψη του αρμόδιου κατά περίπτωση Γενικού Διευθυντή.
Το αρμόδιο για τις προαγωγές υπηρεσιακό συμβούλιο (ΥΣ) προεδρεύεται από δικαστικό ενώ ο αριθμός των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων που συμμετέχουν σε αυτό θα είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερος εκείνου των υπολοίπων μελών του ΥΣ.
Επιπλέον, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο ΥΣ αναδεικνύονται μέσω εκλογικής διαδικασίας από έναν ενιαίο κατάλογο όλων των υποψηφίων με δικαίωμα ενός και μόνο σταυρού προτίμησης για τους εκλογείς, περιορίζοντας έτσι σημαντικά την επιβολή κομματικών γραμμώνν.
Το πτυχίο της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης αποτελεί ένα από τα κριτήρια για την προαγωγή, όπως και κάθε βεβαίωση επιμορφωτικής διαδικασίας την οποία ενδεχομένως έχει παρακολουθήσει ένας υπάλληλος.
Προϋπόθεση για την προαγωγή είναι η ύπαρξη κενών θέσεων ευθύνης (τμήμα, διεύθυνση).
Κατά τη διαδικασία προαγωγών προάγονται τόσοι υπάλληλοι όσες και οι προς πλήρωση κενές θέσεις.
Σχετική με το θέμα της εξέλιξης είναι και η θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των πολιτικών προϊσταμένων να ασκούν τη διοίκηση των υπηρεσιών τους βασιζόμενοι σχεδόν αποκλειστικά στα στελέχη της διοικητικής ιεραρχίας και όχι στους μετακλητούς συμβούλους, όπως δυστυχώς συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες με αποτέλεσμα σε κάθε αλλαγή υπουργού, ακόμη και του ιδίου κόμματος να ξεκινάνε όλα τα θέματα από το μηδέν γιατί οι υπηρεσιακοί παράγοντες δεν συμμετείχαν στην επεξεργασία τους την οποία έκαναν οι σύμβουλοι και τα στελέχη των ιδιαιτέρων γραφείων των πολιτικών προϊσταμένων.

4.    Τοποθετήσεις
Οι προαγόμενοι κατά τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου τοποθετούνται στις προς πλήρωση θέσεις με απόφαση του Γενικού Διευθυντή της υπηρεσίας (εφόσον αυτή έχει μόνον ένα Γενικό Διευθυντή) ή του συμβουλίου των Γενικών Διευθυντών (εφόσον η υπηρεσία έχει περισσότερους από ένα Γενικούς Διευθυντές).
Ο εκάστοτε προαγόμενος δεν επιτρέπεται να υποβιβασθεί σε κατώτερη βαθμίδα (δηλαδή σε εκείνη του απλού υπαλλήλου ή τμηματάρχη κατά περίπτωση) παρά μόνο μετά από τεκμηριωμένη εισήγηση της υπηρεσιακής ιεραρχίας του και σχετική απόφαση του αρμοδίου Υπηρεσιακού Συμβουλίου  και αφού παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα από την ανάληψη των καθηκόντων του ως επικεφαλής διοικητικής μονάδας (τμήματος ή διεύθυνσης).
Παράλληλα καταργείται η «αποκλειστικότητα», ως προς το πτυχίο που πρέπει να κατέχει ο υπάλληλος, για να καταλάβει κάποια θέση ευθύνης, εκτός εάν το αντικείμενο της θέσης είναι τέτοιο που απαιτεί απόλυτα εξειδικευμένες γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου (όπως για παράδειγμα μηχανικού, ιατρού ή κάποια άλλης ειδικότητας παρόμοιας μορφής).
Οι θέσεις αυτές προσδιορίζονται επακριβώς από το βασικό Οργανόγραμμα κάθε δημόσιας υπηρεσίας ενώ για όλες τις άλλες δεν γίνεται διάκριση ως προς τα πτυχία, καταργουμένων έτσι των στεγανών και των οιωνεί «κλειστών επαγγελμάτων», με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός υποψηφίων για την κατάληψη των θέσεων.

5.    Επιμόρφωση
Σε κάθε Υπουργείο ή άλλο φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα εκπονούνται ειδικά προγράμματα συνεχούς μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού προσαρμοσμένα:
•    αφενός μεν στο(α) αντικείμενο(α) ενασχόλησής τους
•    αφετέρου δε στις ειδικές έρευνες εκπαιδευτικών αναγκών, που υλοποιούνται περιοδικά μεταξύ του υπηρετούντος προσωπικού.
Παράλληλα σε κάθε Υπουργείο (ή άλλο φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα), θεσμοθετείται η δυνατότητα παροχής υποτροφίας σε υπαλλήλους τους για περαιτέρω σπουδές – αλλά μόνο σε συναφές με την υπηρεσία τους αντικείμενο - μετά από ειδική διαδικασία αξιολόγησης, με δέσμευση των υποτρόφων-υπαλλήλων να παραμείνουν στο δημόσιο τομέα για συγκεκριμένο αριθμό ετών.
Για το σκοπό αυτό, εγγράφεται ειδικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του Υπουργείου (ή άλλου φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα), το οποίο δαπανάται μόνο μετά από σχετική απόφαση αρμοδίου οργάνου και με τη σύμφωνη γνώμη του κατά περίπτωση Γενικού Διευθυντή της υπηρεσίας (εφόσον αυτή έχει μόνον ένα Γενικό Διευθυντή) ή του συμβουλίου των Γενικών Διευθυντών (εφόσον η υπηρεσία έχει περισσότερους από ένα Γενικούς Διευθυντές) και του κατά περίπτωση αρμοδίου πολιτικού υπευθύνου (Υπουργού, Γενικού Γραμματέα, Διοικητικού Συμβουλίου του φορέα, κλπ.).

6.    Αμοιβές και άλλες παροχές
Το ενιαίο μισθολόγιο λειτουργεί μόνον ως οδηγός ελάχιστης αμοιβής για τα διάφορα κλιμάκια, δηλαδή για κάθε επίπεδο προσόντων κανείς δημόσιος υπάλληλος που τα κατέχει δεν θα λαμβάνει μικρότερο μισθό από εκείνον που έχει ορισθεί με το ενιαίο μισθολόγιο.
Από την άλλη πλευρά όμως θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ακόμη και με τα ίδια επίπεδα προσόντων οι υπάλληλοι δεν προσφέρουν την ίδια εργασία. Μπορεί για παράδειγμα να είναι μηχανικοί και οι δύο αλλά οι ευθύνες της θέσης, όπως και το είδος και το επίπεδο της απαιτούμενης ποιότητας ή ακόμη και ο φόρτος εργασίας για τον καθένα να διαφέρουν σημαντικά.
Κατά συνέπεια θα πρέπει και να αμείβονται διαφορετικά και ανάλογα με την προσφορά τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και στον ιδιωτικό τομέα και την ελεύθερη αγορά εργασίας.
Για το λόγο αυτό, παρέχεται η δυνατότητα αύξησης του μισθού για τους αξιολογούμενους ως ικανούς υπαλλήλους μετά από απόφαση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου και με βασικό κριτήριο το επίπεδο της αξιολόγησης του υπαλλήλου, που διεξάγεται όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω .
Επιπλέον, εφαρμόζεται και στο Δημόσιο (στενό και ευρύτερο) ο θεσμός του bonus για όσους από τους υπαλλήλους κριθούν άξιοι να το λάβουν μετά την ετήσια διαδικασία αξιολόγησης της απόδοσης και αποτελεσματικότητάς τους και την επίτευξη στόχων (όπως έχει αναφερθεί στο σημείο 2 ανωτέρω).
Στον ετήσιο προϋπολογισμό της κάθε υπηρεσίας περιλαμβάνεται το σχετικό κονδύλι που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 10% του συνολικού ποσού για τη μισθοδοσία του προσωπικού.
Παράλληλα κάθε χρόνο με απόφαση του κατά περίπτωση αρμοδίου πολιτικού υπευθύνου (Υπουργού, Γενικού Γραμματέα, Διοικητικού Συμβουλίου του φορέα, κλπ.) και ύστερα από σχετική εισήγηση του κατά περίπτωση Γενικού Διευθυντή της υπηρεσίας (εφόσον αυτή έχει μόνον ένα Γενικό Διευθυντή) ή του συμβουλίου των Γενικών Διευθυντών (εφόσον η υπηρεσία έχει περισσότερους από ένα Γενικούς Διευθυντές) προσδιορίζεται ο αριθμός των υπαλλήλων (ανά θέση ευθύνης) που τελικά θα επιβραβευθούν με το bonus, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να εξαντληθεί ολόκληρο το ποσό που έχει προβλεφθεί για το σκοπό αυτό.
Το επίπεδο των αμοιβών ανά Υπουργείο ή/και δημόσια υπηρεσία έχει άμεση σχέση με τον αριθμό των υπαλλήλων που υπηρετούν.
Καθώς στις πλείστες των περιπτώσεων, ο αριθμός των υπαλλήλων είναι από λίγο έως σημαντικά μεγαλύτερος του ορθολογικά απαιτούμενου, εμφανίζεται το «περίεργο» φαινόμενο να έχουμε συνολικό κόστος μισθοδοσία σχετικά υψηλό – αυτό που οι πολιτικοί αποκαλούν ανελαστικό - αλλά σε ατομικό επίπεδο ανά υπάλληλο η αμοιβή να είναι σε χαμηλά ή και πολύ χαμηλά επίπεδα συγκρινόμενη με τα προσόντα αλλά και τις απαιτήσεις της θέσης του υπαλλήλου.
Με άλλα λόγια μοιράζοντας ένα σημαντικό ποσό μισθοδοσίας σε περισσότερους από όσους πρέπει έχουμε επιτύχει να δίνουμε δουλειά σε πολλούς οι οποίοι όμως δεν αμείβονται όπως θα έπρεπε.
Τούτο συμβαίνει για το σύνολο σχεδόν του δημοσίου τομέα με πιο χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των διδασκάλων και καθηγητών και στις τρείς βαθμίδες της εκπαίδευσης, των ιατρών, μηχανικών και άλλων κλάδων.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αντιστοίχιση της μισθοδοτικής αμοιβής με τα προσόντα και καθήκοντα είναι ανάγκη να μειωθεί ο συνολικός αριθμός των ανά υπηρεσία αμειβομένων υπαλλήλων - μετά από ειδική μελέτη εξορθολογισμού βασισμένη στον όγκο και τον φόρτο εργασίας της κάθε υπηρεσίας - και να παρασχεθεί η δυνατότητα αύξησης της ανά υπάλληλο αμοιβής χωρίς να αυξηθεί το συνολικό κονδύλι της μισθοδοσίας σε σχέση με το σήμερα υφιστάμενο.
Με άλλα λόγια την ίδια πίτα που σήμερα μοιράζουμε σε πολλούς με το προτεινόμενο νέο σύστημα θα τη μοιράζουμε σε λιγότερους δίνοντας μεγαλύτερα κομμάτια. 

7.    Κινητικότητα και Διακλαδικότητα
Θεσμοθετείται η δυνατότητα μετακίνησης των υπαλλήλων από ένα Υπουργείο σε άλλο ανάλογα με τις εκάστοτε διαμορφούμενες ανάγκες του Δημοσίου και μετά από απόφαση ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου που αποφασίζει πόσες και ποιες είναι οι προς πλήρωση θέσεις στο Υπουργείο υποδοχής.
Στη συνέχεια παρέχεται η δυνατότητα, σε όλους τους υπαλλήλους και σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας, για υποβολή υποψηφιότητας μετακίνησης και πλήρωσης των θέσεων που προκηρύχθηκαν.
Το προαναφερόμενο ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο, έχει την ευθύνη επιλογής των υπαλλήλων που θα μετακινηθούν, αφού πρώτα προχωρήσει στην αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων και τεκμηριώσει επαρκώς τις επιλογές του.
Σε περίπτωση που δεν υπάρξουν επαρκείς σε αριθμό υποψηφιότητες υπαλλήλων, η Διοίκηση έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε δικές της επιλογές ως προς το ποιοι υπάλληλοι θα μετακινηθούν και από ποια υπηρεσία θα προέλθουν.
Η πρότασή μας ασφαλώς και δεν διεκδικεί το αλάθητο ούτε καλύπτει όλα τα ειδικότερα ζητήματα και τις επί μέρους πτυχές ενός συστήματος διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού που θα εφαρμοσθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους του δημοσίου τομέα.
Επιδέχεται βελτιώσεις και συμπληρώσεις, παρατηρήσεις και σχόλια καθώς και κριτική σε κάθε περίπτωση, όμως, θέτει τις βάσεις για ένα γόνιμο δημόσιο διάλογο γύρω από ένα πολύ σοβαρό και πολυσχιδές θέμα.
Πιστεύουμε, ότι αναδεικνύοντας τα κυριότερα από τα ζητήματα, που πρέπει να επανεξεταστούν ως προς την πολιτική διοίκησης ανθρωπίνων πόρων στο δημόσιο τομέα, το σωματείο ΑΞΙΟΤΗΣ συμβάλλει, όπως έχει κάνει πάντοτε από τη ίδρυσή του, με συγκεκριμένες προτάσεις για εφικτές λύσεις στην αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων και την εξάλειψη παθογενειών, που κατ΄ιδίαν μεν όλοι αναγνωρίζουμε ως υφιστάμενες αλλά τελικά δεν τολμάμε συλλογικά να επιλέξουμε.
Καθώς, όλοι διαπιστώνουμε ότι ισχύει η ρήση του Θουκυδίδη “οι καιροί ου μενετοί”  τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε επιβάλλεται να προχωρήσουμε με τολμηρά βήματα γιατί μόνο με το “Θαρσείν χρή, ταχ’ αύριον έσεται άμεινον.