O Δημήτρης Δανηλάτος, ιδρυτικό μέλος του ΑΞΙΟΤΗΣ αναλύει τα αίτια της κρίσης και το αποτέλεσμα των προσφάτων εκλογών και προτείνει:
[Ίσως θα πρέπει να εξαιρέσουμε από αυτή την κατηγορία το κόμμα που παραμένει σταθερά προσηλωμένο σε θέσεις και απόψεις ενός παλαιοημερολογίτικου σταλινισμού και τους θιασώτες του ναζισμού, που κανείς εχέφρων πολίτης δεν μπορεί να κατατάξει στην κατηγορία των πολιτικών κομμάτων μίας δυτικής δημοκρατίας].
«Η τραγική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια όλων κάθε βράδυ στα δελτία των 8. Φοβούνται να κυβερνήσουν και αρνούνται να κυβερνήσουν, να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Προτιμάνε το ρόλο του πολιτικού σχολιαστή στα τηλεοπτικά παράθυρα. Του εισαγγελέα. Αν το 16% διαλύει το πολιτικό σύστημα μιας χώρας, τότε το πολιτικό σύστημα αυτό είναι νεκρό.
Ιδεοληψίες παρωχημένων δεκαετιών, αδιάλλακτη υπεράσπιση προνομίων και εσόδων που κάποιοι εξασφάλισαν από το πελατειακό κράτος της μεταπολίτευσης και οργανωμένα συμφέροντα που προωθούν τη δραχμή για να αγοράσουν φτηνά τη χώρα, συγκλίνουν σε ένα ρεύμα που μαθηματικά οδηγεί στη χρεοκοπία και στην εθνική ήττα.
Από την πλευρά της η ελληνική κοινωνία ακόμη και σήμερα, στο παρά ένα, δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ποια είναι τα διλήμματα. Αντικατέστησε το δικομματισμό με άλλες εκδοχές του που, αυτές τώρα, υπόσχονται μαγικές λύσεις, βολικές, εύκολες, διατήρηση των κεκτημένων, επιστροφή σε εποχές ανέμελες, αλλά χωρίς τα δανεικά που τις εξασφάλιζαν.
Για την ελληνική κοινωνία, «εξόντωση» είναι αυτό που ζούμε. Δεν υποψιάζεται καν τι σημαίνει η κατάρρευση που πλησιάζει. Έχουμε διαπαιδαγωγηθεί σε μια πολιτική των τηλεοπτικών παραθύρων, στις τσάμπα μαγκιές καφενείου. Ανεπάγγελτοι πολιτικοί, αυτοδίδακτοι οικονομολόγοι, καταργούν διακρατικές συμφωνίες, αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του κόσμου όλου. Μόνοι τους. Απέναντι στο τηλεοπτικό κοινό των οπαδών τους.
Ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθεί με απορία. Είναι πραγματικά περίεργο το φαινόμενο. Ένας ολόκληρος πλανήτης προσπαθεί να βρει τρόπο να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η χώρα μας ταξιδεύει προς την έξοδό της.
Η κοινωνία μας μέσα σ’ αυτά τα 2 χρόνια δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δυναμικές προοδευτικές, μεταρρυθμιστικές, ευρωπαϊκές, εκσυγχρονιστικές πολιτικές κινήσεις. Ανικανότητα, ανευθυνότητα και συμφέροντα οδήγησαν στην αποδιοργάνωση, τον κατακερματισμό, το αδιέξοδο. Σε μια ατμόσφαιρα «χαμηλής έντασης» εμφυλίου, με κραυγές για προδότες, δοσίλογους, κρεμάλες που εξαφάνισαν τις ψύχραιμες φωνές, αποσιώπησαν τα διλήμματα, πολέμησαν τις αποχρώσεις. Η «στρατηγική της έντασης» παρόξυνε συνεχώς την ατμόσφαιρα, υπονομεύοντας κάθε απόπειρα αναδιοργάνωσης της παραγωγής. Υπονόμευσε τον τουρισμό, εξόντωσε την εμπορική ζωή, έκαψε τις πόλεις. Επιδείνωσε την ύφεση περισσότερο από τα μέτρα του μνημονίου. Οι συμμορίες της δραχμής ανενόχλητες οδηγούν στο προδιαγεγραμμένο τέλος. Η κοινωνία δεν έχει αντιστάσεις, έχει επιλέξει τη θυματοποίηση.
Ο πρόεδρος του Μεξικού κάποτε είχε πει για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου: «Αυτοί δεν ξέρουν να υποφέρουν». Είναι ο λίγο πικρός τρόπος που οι outsiders βλέπουν την καλομαθημένη Δύση να αντιδρά σπασμωδικά και αυτοκτονικά. Η πορεία μας των τελευταίων χρόνων θα γίνει ιστορία που θα διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Μια κοινωνία που αποφάσισε να αυτοκτονήσει, να φύγει από το κέντρο του κόσμου για να διατηρήσει ένα δανεικό επίπεδο ζωής, αντί να οργανωθεί για να δημιουργήσει το δικό της. Και βρέθηκε στο περιθώριο του πλανήτη.»
Μία ενδιαφέρουσα και πολύ επίκαιρη ομιλία με θέμα ‘Γιά ποιά κοινωνία μιλάμε?’ έκανε στις 24 Απριλίου ο Βασίλης Νικολετόπουλος, σύμβουλος επιχειρήσεων, ιδρυτικό μέλος και πρώην Γραμματέας του Αξιότης.
Εισαγωγικά, ο κ.Νικολετόπουλος παρουσίασε την κρατούσα άποψη που βασίζεται στη παροιμία ‘Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι’ αλλά υποστήριξε την άποψή του ότι έχουμε τους πολιτικούς που μας αντιπροσωπεύουν και τους έχουμε άλλωστε ψηφίσει, και ότι ό,σο μοίραζαν [δανεικά και ευρωπαικά] χρήματα, ήταν καλοί – είναι ‘γιά γιαούρτια’ μόνο τώρα που [κατ’ απαίτηση των δανειστών μας] μάς τα ζητούν χρήματα πίσω.
Μετά από συζήτηση γιά το ποιά είναι η ‘ηγεσία’ [δημοσίου και ιδιωτικού τομέα] και ποιά η ‘κοινωνία’, παρουσιάσθηκαν θετικά και αρνητικά παραδείγματα συμπεριφοράς, με έμφαση στην κρατούσα ‘κοινωνική διαφθορά’.
Ακολούθησε ανάλυση των χαρακτηριστικών και της νοοτροπίας μας, μέ εστίαση στα αποκαλούμενα από τον ομιλητή ‘Τα 10 κακά της μοίρας μας’: Δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, ‘Όχι σε όλα’, ‘Πού είναι το κράτος?’, Έλλειψη αξιολόγησης, υπερβολικός αριθμός αυτοαπασχολούμενων, σύνδρομο ‘not in my backyard’, ρόλος τοπικών κοινωνιών, υποτιμητικό το να [ξανα-]κάνουμε τις εργασίες που κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί, προαγωγή δημαγωγίας και ακρότητας από τα ΜΜΕ. Σε μία προσπάθεια να βρεθεί το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, έγινε σύντομη αναδρομή στην Ελληνική ιστορία και ακολούθησε ανάλυση της σημερινής κατάστασης: παρακμή, κοινωνία χωρίς αντισώματα, εξασθένιση του ιδανικού που υποστήριζε την ψυχή της φυλής, ‘κατακερματισμένη κοινωνία’, έθνος ανήλικον, παραβατική συμπεριφορά , μύθοι και στρεβλώσεις, φόρτιση και μαζικός αποπροσανατολισμός. Ο ομιλητής θεωρεί ότι η κρίση στην Ελλάδα είναι “made in Greece”, καθολική –συστημική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική– και οφείλεται σε θεμελιακές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το ελληνικό μόρφωμα.
Κατά τον κ. Νικολετόπουλο, πρέπει να αποκτήσουμε Εμπιστοσύνη και Δικαιοσύνη, που θα μας ξαναδώσουν προπτική...όχι όμως γιά να ξανακάνουμε τα ίδια!. Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί μοιάζει με τα γνωστά ‘πέντε στάδια του πένθους’, αρχίζοντας από την άρνηση του τί συμβαίνει και καταλήγοντας στην αποδοχή. Πρέπει να ειπωθεί στους πολίτες ότι η κρίση θα διαρκέσει και θα βαθύνει και θα εξαπλώνεται· εδώ και αλλού. Αυτό θα λειτουργούσε ανακουφιστικά, σαν τέλος του φενακισμού και σαν έναρξη μιας νέας συνειδητοποίησης της ιστορικής πραγματικότητας.
Πρακτικά, η διαδικασία αναστροφής του σημερινού ζοφερού κλίματος πρέπει να ξεκινήσει τόσο εκ των άνω, όσο και εκ των κάτω.
Ζητούνται ηγέτες σε κάθε χώρο - όχι μόνο στην πολιτική, που [α] να συμπυκνώνουν σε κατανοητή μορφή το όραμα που έχει ανάγκη η χώρα, [β] να αντιτίθενται σε άλλες, κρατούσες αντι-αφηγήσεις, τις οποίες οι ηγέτες θεωρούν βασικό εμπόδιο στη δική τους, και [γ] δεν αρκεί να κηρύττουν αλλά πρέπει να ενσαρκώνουν οι ίδιοι, με τον βίο και το έργο, την αφήγησή τους.
Όσο γιά τον λαό, εφόσον δεν γίνεται να εξαφανιστούν μερικά ελαττώματα, επιβάλλεται να βρεθεί τρόπος ώστε, τουλάχιστον, να αναδειχθεί και να ενεργοποιηθεί η θετική τους πλευρά. Δεν υπάρχει ελάττωμα που να μην μπορεί ώς ένα βαθμό να αξιοποιηθεί. Ο καθένας μας πρέπει να γίνει το παράδειγμα και παράλληλα να μετέχει στα κοινά. Η αλλαγή χαρακτήρα είναι ίσως αδύνατη, αρκεί όμως η αλλαγή συμπεριφοράς. Πιό συγκεκριμένα, η εθνική προσπάθεια πρέπει να εστιασθεί στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την αντιμετώπιση λαθρομετανάστευσης, την ταχύτητα [και ποιότητα?] απονομή δικαιοσύνης και το ρόλο του τύπου/MME. Μεσομακροπόθεσμα [αλλά με άμεση έναρξη], επειδή η κρίση είναι κυρίως κοινωνική, πρέπει να στηριχθούμε στην παιδεία γιά να την υπερβούμε. Το διακύβευμα, κατέληξε ο κ. Νικολετόπουλος, είναι η δυσθυμία να γίνει αγωνία, και να εκδηλωθεί μαζική θετική αντίδραση όπως το 1912 και το 1940 – στην περίπτωσή μας όμως μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και όχι μέσα από κινήματα, πραξικοπήματα και διχασμούς.
του Δημήτρη Γ. Τσιμπανούλη, Διδάκτορος Νομικής, Δικηγόρου
Όπως μια επιχείρηση, ένα νοικοκυριό, έτσι και το κράτος πρέπει να κρατά ισορροπία στα οικονομικά του. Δεν μπορεί να ζει συνέχεια με δανεικά, να είναι επί δεκαετίες ελλειμματικό και να βασίζεται σε μια ψευδεπίγραφη, ελέω κατανάλωσης, ανάπτυξη. Γιατί όταν βρεθεί ένα κράτος σε μια κατάσταση σαν αυτή που περιγράφηκε παραπάνω, οι δανειστές του θα σταματήσουν να το χρηματοδοτούν και θα περιέλθει σε δεινή θέση, ιδίως όταν δεν έχει αυτάρκεια και εξαρτάται από προϊόντα που εισάγει από το εξωτερικό: Τρόφιμα, φάρμακα, πετρέλαιο και τόσα άλλα.
Τα τελευταία τρία χρόνια η χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή οικονομική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της σε επίπεδα υψηλά και απαγορευτικά, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές στα τέλη Απριλίου του 2010. Έτσι αναγκάστηκε η Ελλάδα να υπαχθεί στον ευρωπαϊκό και διεθνή μηχανισμό στήριξης της οικονομίας, για να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία.
Οι αγορές απέβαλαν μάλιστα ταχύτατα τη χώρα μας από τους κόλπους τους, αφαιρώντας περί τον Ιούλιο του 2010 τα ομόλογά της από τους κυριότερους δείκτες ομολόγων αναπτυγμένων κρατών, με αποτέλεσμα κανείς ιδιώτης να μην επενδύει σ’ αυτά. Δεν έδωσαν έτσι καθόλου χρόνο στα – εντελώς απροετοίμαστα να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κρίση – κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στους διεθνείς οργανισμούς να λάβουν όποια ουσιαστικά μέτρα για την ενίσχυση της χώρας μας θα μπορούσαν αυτά να αποφασίσουν.
Το 2011 το συνολικό δημόσιο χρέος έφτασε τα 368 δις€, ξεπερνώντας το 169% του ΑΕΠ. Με τους αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012, η δυναμική του δημόσιου χρέους είχε προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Η λήψη μέτρων για την ελάφρυνσή του ήταν επιτακτική, αφού, υπό τις κρατούσες συνθήκες, το χρέος δεν ήταν βιώσιμο. Η πλήρης, στο σύνολό του, εξυπηρέτηση από το Ελληνικό Δημόσιο ήταν αδύνατη. Συντομότατα, η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να κηρύξει στάση πληρωμών, με όλες τις τραγικές συνέπειες που θα είχε για τη χώρα και τους Έλληνες μια τέτοια εξέλιξη – δεν ήταν υπερβολές αυτά που είπαν ο πρωθυπουργός της χώρας, οι πολιτικοί αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων κομμάτων και ο υπουργός οικονομικών στη Βουλή στις 11 και12 Φεβρουαρίου –, που δεν μπορούμε καν να τις φανταστούμε.
Τι κάνει ένας επιχειρηματίας, ένας νοικοκύρης, σε μια αντίστοιχη περίπτωση, όταν τον έχουν πνίξει τα χρέη του, αν δεν θέλει να κηρύξει στάση πληρωμών, οπότε κινδυνεύει να του βγάλουν στο σφυρί ό,τι έχει και δεν έχει; Ή ζητάει κι άλλα δανεικά, για να μπορέσει να ορθοποδήσει – αν καταφέρει να πείσει κάποιον να τον δανείσει σ’ αυτή τη θέση που έχει περιέλθει – ή ζητάει από τους πιστωτές του να του χαρίσουν ένα μέρος από τα χρέη του, έτσι ώστε, με λιγότερο βάρος στους ώμους, να μπορέσει να τα βγάλει πέρα εργαζόμενος σκληρά και κάνοντας θυσίες.
Πρόκειται για τη λεγόμενη αναδιάταξη ή αναδιάρθρωση του χρέους, που είναι γνωστή στις εταιρίες, στο πλαίσιο των μέτρων εξυγίανσης.Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη χώρα μας με το PSI (Private Sector Involvement, τη Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα). Είναι η εθελοντική συμμετοχή των πιστωτών μας του «ιδιωτικού τομέα» στο φέσι που τους φορέσαμε.
Επειδή οι δανειστές μας έχουν χάσει πολλά και φοβούνται ότι θα χάσουν περισσότερα αν δεν μας δώσουν μια ευκαιρία να ορθοποδήσουμε, δέχονται να περικόψουν τις απαιτήσεις τους, να «κουρευτεί» το χρέος μας, για να μπορέσουμε, με λιγότερα βάρη, να τα βγάλουμε πέρα και να τιμήσουμε τις καινούργιες μας υποχρεώσεις, που, με το «κούρεμα», θα έχουν έρθει στα μέτρα μας.
Εκτός από «ευσπλαχνικούς» δανειστές, που μας χαρίζουν χρέη, βρήκαμε μάλιστα και χρηματοδότη για να κάνουμε αυτό το συμβιβασμό, αυτή την αναδιάρθρωση του χρέους μας: Τα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που πέρα από τα 110 δισ. ευρώ που αποφάσισαν να μας δανείσουν το 2010, έρχονται τώρα να μας δανείσουν ακόμη περισσότερα χρήματα, για να πείσουν τους δανειστές μας του ιδιωτικού τομέα να δεχθούν να παραιτηθούν οικειοθελώς από μέρος μεγάλο των απαιτήσεών τους.
Η Ευρωζώνη, στις Συνόδους Κορυφής της 21ης Ιουλίου και της 26ης Οκτωβρίου 2011, σε συνέχεια προηγούμενων αποφάσεών της στις Συνόδους Κορυφής της 11ης και 25ης Μαρτίου 2011, κάλεσε τους ιδιώτες επενδυτές να συμβάλουν στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της χώρας μας μαζί με τους φορολογούμενους των άλλων κρατών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να αποσεισθεί ένα μέρος του βάρους από τους Έλληνες φορολογούμενους, που φέρουν και θα εξακολουθούν, βεβαίως, να σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους που τους φόρτωσαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, που υποθήκευσαν το μέλλον των νεότερων γενιών.
Πρόκειται για ένα είδος τριμερούς χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας, που αδυνατεί να προσφύγει στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με τρόπο βιώσιμο. Αυτή την ουσιαστική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, για να καταστεί αυτό βιώσιμο, τη δέχθηκαν οι πιστωτές και οι εταίροι μας όχι, βέβαια, από φιλανθρωπία, αλλά για να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα: Οι πιστωτές φοβόντουσαν ότι θα χάσουν όλες τους τις επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα αν πτώχευε η Ελλάδα και τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης φοβόντουσαν τη μετάδοση της κρίσης στις χώρες τους. Ο φόβος φυλάει τα έρμα!
Ενα όμως είναι γεγονός: Την περασμένη Παρασκευή η Ελληνική Κυβέρνηση, με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατάφερε να απαλλάξει τον Ελληνικό Λαό από ένα βάρος που πλησιάζει τα 100 δισεκατομμύρια: Όλα τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, ύψους 177 δισεκατομμυρίων Ευρώ περίπου, θα κουρευτούν κατά 53% (στην πραγματικότητα ακόμη περισσότερο, αν λάβει κανείς υπόψη τις προθεσμίες αποπληρωμής). Και ελπίζουμε ότι θα γλυτώσουμε και αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ ακόμη από τα υπόλοιπα ομόλογα που έχουν οι ιδιώτες επενδυτές και διέπονται από άλλα δίκαια. Είναι η πρώτη φορά στα διεθνή χρονικά που γίνεται μια τόσο μεγάλη άφεση χρέους κράτους, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης και συντεταγμένης αναδιάρθρωσης.
Πώς έγινε αυτό;Το Ελληνικό Δημόσιο, έχοντας εξασφαλίσει – υπό αυστηρότατους όρους – χρηματοδότηση από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάλεσε τους δανειστές του, κυρίους των ομολόγων που είχε εκδώσει, να συναινέσουν στην ανταλλαγή των ομολόγων τους με νέα, που θα εκδώσει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος και το Ελληνικό Δημόσιο, μικρότερης ονομαστικής αξίας κατά 53% περίπου από τα σημερινά.
Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε, ύστερα από εξαιρετική προετοιμασία και καλό συντονισμό με τους εταίρους μας, στις 23 Φεβρουαρίου. Και στέφθηκε από επιτυχία: Από τα 177 δισ. € περίπου ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, κύριοι ομολόγων αξίας περίπου 152 δισ. € δέχτηκαν αυτή την προσφορά. Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς: Οι υπόλοιποι, που έχουν ομόλογα 25 δισ. €, θα πάρουν όλα τα λεφτά τους; Και για ποιο λόγο τότε οι άλλοι των 152 δισ. € να δεχθούν μείωση των απαιτήσεών τους;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Όλοι οι ομολογιούχοι, και των 177 δισ. €, θα υποστούν το κούρεμα. Ακόμη και αυτοί που δεν συνήνεσαν ή κι αυτοί που δεν πήγαν να ψηφίσουν. Γιατί; Επειδή η μειοψηφία δεσμεύεται από την (ενισχυμένη) πλειοψηφία. Αυτό ακριβώς ρύθμισε ο νέος νόμος 4050/2012, που εφαρμόστηκε περίπου μισό μήνα αφότου ετέθη σε ισχύ (23.2.2012): Εφόσον επιτευχθούν απαρτία του ½ των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, το κούρεμα των οποίων προτείνει το Ελληνικό Δημόσιο στους ομολογιούχους, και πλειοψηφία τουλάχιστον των 2/3 αυτών που συμμετείχαν στη διαδικασία, τότε η απόφαση αυτή της πλειοψηφίας για το «κούρεμα» δεσμεύει και τη μειοψηφία.
Οι νέες αυτές διατάξεις προέρχονται από τη διεθνή πρακτική και είναι γνωστές ως «Ρήτρες (κανόνες) Συλλογικής Δράσης» (Collective Action Clauses). Οι πιστωτές ξέρουν ότι, αν δεν συναινέσουν, κινδυνεύουν να χάσουν πολύ περισσότερα. Γνωρίζουν ακόμη ότι δεν μπορούν να εκβιάσουν τον εκδότη ή να κερδοσκοπήσουν, μένοντας έξω από τη διαδικασία, αφού τους δεσμεύει η απόφαση της πλειοψηφίας. Η μέθοδος αυτή, που χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς στην Ελλάδα, είναι μια από τις πιο ενδεδειγμένες μεθόδους διαχείρισης και αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους.
Ευλόγως θα διερωτηθεί κανείς, γιατί δεν χρησιμοποιήσαμε αυτό τον μηχανισμό πριν από δύο χρόνια, όταν ξέσπασε η κρίση στη χώρα μας; Η απάντηση είναι ότι ούτε η Ευρώπη ούτε η χώρα μας ούτε οι πιστωτές της ήταν έτοιμοι να δεχθούν τότε μια τέτοια λύση, με τις παρελκόμενες για τον καθένα συνέπειες. Έπρεπε να φθάσουν όλοι στο «αμήν» για να την αναπτύξουν και να τη δεχθούν, υπό το κράτος της απειλής και του φόβου για τα χειρότερα. Ήταν η πρώτη φορά που η κρίση κρατικού χρέους συνδεόταν άμεσα με την Ευρωζώνη.
Όταν σχεδιάστηκε το ευρώ, το θέμα της διαχείρισης κρίσεων κρατικού χρέους, που μπορούσαν να εξελιχθούν και σε νομισματικές κρίσεις, δεν είχε αντιμετωπισθεί θεσμικά. Η αντιμετώπιση της παθολογίας του ευρώ δεν υπήρχε στα νομοθετικά κείμενα, με τα οποία υιοθετήθηκε το ευρώ. Με αποτέλεσμα, όταν προέκυψαν τα προβλήματα, να βρεθούμε αντιμέτωποι με κρίση αξιοπιστίας της Ευρωζώνης, αφού τα προβλήματα συνδέονταν με τόσους νέους εξωγενείς παράγοντες.
Ήμαστε λοιπόν εντελώς απροετοίμαστοι για να αντιμετωπίσουμε ίσως τη μεγαλύτερη κρίση κρατικού χρέους που ενέσκηψε στη σύγχρονη οικονομία. Όχι λόγω του μεγέθους της Ελλάδος, αλλά λόγω της πολυπλοκότητος της καταστάσεως. Γιατί ήταν (και είναι) εξαιρετικά περίπλοκο να πτωχεύσει ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Η αμηχανία που επικράτησε όταν αναδείχθηκε το μέγεθος του προβλήματος της χώρας μας παρέλυσε τους (ελλιπέστατους) αμυντικούς μηχανισμούς της Ευρωζώνης. Η έλλειψη κατανόησης των πραγματικών προβλημάτων, η σύγχυση των στόχων και μέσων, οι εσφαλμένες εκτιμήσεις και οι λάθος υποσχέσεις, η απώλεια χρόνου, σε συνδυασμό με τη θεσμική αδυναμία να δοθεί γρήγορα μια απάντηση στο πρόβλημα, και με όρους αγοράς, επιδείνωσαν την κατάσταση και μετέτρεψαν το κρατικό χρέος σε Λερναία Ύδρα.
Και – παρά τις ολοφάνερες αδυναμίες της χώρας μας, που πρέπει να αντιμετωπιστούν – το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Απαιτείται βελτίωση των ευρωπαϊκών θεσμών και θάρρος για λύσεις, που μετρούν όχι μόνον τη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά, λαμβάνουν υπόψη την αλληλεγγύη και τις αρχές του κοινωνικού κράτους ως παράγοντες στους οποίους θα οικοδομηθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης.
Προχθές αποδείχθηκε ότι λειτούργησαν οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, που επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση της χώρας μας. Το κούρεμα του χρέους δεν έχει, όμως, σώσει την κατάσταση. Απλώς δημιούργησε καλύτερες συνθήκες χειρισμού της υποθέσεως, που επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία για την αντιμετώπιση του προβλήματος, που εξακολουθεί, πάντως, να έχει τις διαστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Απλώς η κρίση είναι πλέον αντιμετωπίσιμη και περνούν πολλά απ’ το χέρι μας για να την ξεπεράσουμε.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» του Βόλου την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012)
Η έννοια είναι γνωστή στους ιατρικούς κύκλους και χρησιμοποιείται συχνά: σε πλείστες περιπτώσεις έχουμε την «κατάληξη» ενός βαρέως πάσχοντος όχι από την κύρια νόσο, αλλά από την αδυναμία των θεραπόντων να αντιμετωπίσουν την «υποκείμενη». Αυτή δηλαδή που ταλανίζει χρονίως τον ασθενή, προκαλώντας μόνιμες δυσλειτουργίες του οργανισμού του αλλά και εθίζοντάς τον, με τρόπο ύπουλο, σε έναν συμβιβασμό με την πάθησή του.
Η αντιστοιχία με την ελληνική περίπτωση είναι άμεση, ο παραλληλισμός προφανής: Ο κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας μας μπορεί να προέρχεται περισσότερο από την παντελή ανικανότητα της Διοίκησης να διαχειριστεί την κρίση παρά από τις διαρθρωτικές στρεβλώσεις της οικονομικής δομής.
Ως Διοίκηση, με την ευρύτατη σημασία του όρου, νοούμε το σύνολο των δομών που παράγουν, διαχειρίζονται και εποπτεύουν την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν το οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι προφανές ότι, με αυτήν την έννοια, η Διοίκηση αποτελεί κυριολεκτικώς τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, τη δομή γύρω από την οποία αρθρώνεται η παραγωγική και κοινωνική λειτουργία της χώρας. Εάν η Διοίκηση νοσεί - και δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να αντιτάξει σοβαρό επιχείρημα στη διαπίστωση ότι αυτό συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας - τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά και τίποτε δεν μπορεί να διορθωθεί από τα κακώς κείμενα.
Δεν είναι η ώρα να διατυπώσουμε ακαδημαϊκού τύπου ερωτήματα που θα επιχειρούν να ψηλαφίσουν τις ρίζες της διαχρονικής διοικητικής μας κακοδαιμονίας. Η Διοίκηση απορροφά και ενσωματώνει στην κουλτούρα της, περισσότερο από κάθε άλλη δομή, τις στρεβλώσεις που η ιστορική διαδρομή επεφύλαξε σε μια συγκεκριμένη χώρα. Με αυτό το δεδομένο έχουμε μια πρώτη αφετηρία για να κατανοήσουμε τη βασική αιτία αυτής της κακοδαιμονίας: στην ιστορική μας διαδρομή οδηγηθήκαμε ως κοινωνία από τη μία βαθιά πόλωση της πολιτικής μας ζωής στην άλλη: Διχασμός, Εμφύλιος, δικτατορία και το μεταπολιτευτικό δίπολο δεξιάς - αριστεράς, για να αναφέρουμε μόνο τις σχετικά πρόσφατες. Κάθε φορά, οι νικητές της αντιπαράθεσης προωθούσαν, ως επί το πλείστον, στις βαθμίδες της ευρύτερης κρατικής ιεραρχίας στελέχη χωρίς καμιά αξιοκρατική αξιολόγηση, με ένα και μοναδικό κριτήριο: αν ο προωθούμενος είναι «δικός» μας. Και το χειρότερο είναι ότι η κοινωνία εθίστηκε στο να θεωρεί ότι αυτή η επιλογή ήταν αναμενόμενη - αν όχι και λογική - και την ανεχόταν με την προσδοκία ότι θα έρθει και η ώρα «των δικών μας παιδιών».
Η αναξιοκρατία έριξε ρίζες στην κοινωνία, απέκτησε αποδοχή και παγιώθηκε μέσα από την αντίληψη ότι ο χειρότερος «δικός μας» είναι καλύτερος από τον καλύτερο «δικό τους». Η απουσία ικανών στελεχών, ιδιαίτερα στα περισσότερο ελεγχόμενα, υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας, νέκρωσε τη δυνατότητα για δημιουργική σύνθεση απόψεων στο σχεδιασμό στρατηγικής και στη διαχείριση των προβλημάτων. Αυτό, με τη σειρά του, εξέθρεψε έναν ιδιότυπο αυταρχισμό κορυφής, στο πλαίσιο του οποίου, σε όλο το φάσμα των φορέων όπου το Δημόσιο «είχε το πάνω χέρι», τα Διοικητικά Συμβούλια σπανιότατα λειτουργούσαν σύμφωνα με τους όρους εντολής τους και συνηθέστατα αποτελούσαν απλά αντηχεία ομόφωνης έγκρισης των προτάσεων του «μεγάλου», εκείνου που είχε το πέρασμα στο κόμμα και τον Πρόεδρο.
Οποιος διαφωνούσε όχι μόνον έφευγε αλλά έμπαινε και στη μαύρη λίστα. Στις πλείστες των περιπτώσεων, το πρώτιστο προσόν για διορισμό σε υψηλή θέση ήταν ο υποψήφιος να είναι «σεβαστικός» , δηλαδή να μην φέρνει αντιρρήσεις στα κελεύσματα του πολιτικού του πάτρωνα, ακόμη και αν αυτά είναι παράνομα. Είναι, εξάλλου, γνωστή η προ αρκετών δεκαετιών αντίδραση παραδοσιακού παλαιοκομματικού της συντηρητικής παράταξης, ο οποίος, ως Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, αντιμετώπισε ως εξής την επιφύλαξη του Αρχηγού της Τροχαίας να προσλάβει ορισμένους μικρόσωμους κομματάρχες του, λόγω του σχετικού περιορισμού, που επέβαλλε - για λόγους προφανείς- οι τροχονόμοι να είναι από ένα ύψος και πάνω. «Εγώ , ρε μ.., στους έστειλα για να τους ντύσεις όχι για να τους μετρήσεις».
Ετσι, η κατάσταση αυτή έγινε ανεκτή από όλους και φτάσαμε μέχρις εδώ, με τη Διοίκηση εντελώς κατεστραμμένη, πρακτικά ανύπαρκτη. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί στη βασική της αποστολή που είναι να σχεδιάσει και να εφαρμόσει, στη βάση των κατευθύνσεων που η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία παρέχει, πολιτικές για την ανάταξη της χώρας και της οικονομίας της. Πολλοί από τους πολιτικούς μας μοιάζουν να μην έχουν συνειδητοποιήσει ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες απόψεις τους, δεν έχουν το μηχανισμό, τα όργανα για να εφαρμόσουν την επιλογή τους. Είναι τόσο απλό: θέλουν να πολεμήσουν την κρίση, έχουν - στην καλύτερη περίπτωση.- σχέδιο, αλλά δεν έχουν στρατό.
Ο στρατός - η Διοίκηση- έχει σκορπίσει μπουλουκηδόν στα βουνά και τις πεδιάδες της χώρας, χωρισμένος σε μικρά αντιμαχόμενα τμήματα που πολεμούν το ένα το άλλο και όλα μαζί πλιατσικολογούν σε βάρος του άμαχου πληθυσμού - στην καλύτερη περίπτωση απλώς τον καταδυναστεύουν. Οι ελάχιστες μονάδες που υπακούουν ακόμη στην κεντρική κυβέρνηση θεωρούν ως αποστολή τους να εισηγούνται στην εκτελεστική εξουσία νομοθετικές πρωτοβουλίες που βάζουν το λαό σε άσκοπες γραφειοκρατικές αγγαρείες, για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Και ας μη διανοηθεί να απορρίψει κανείς αυτήν την περιγραφή ως υπερβολική: ένα «προσκλητήριο παθόντων» θα έφερνε στην επιφάνεια απίστευτου σαδισμού ιστορίες καθημερινής γραφειοκρατικής τρέλας.
Με την κατάσταση να έχει έτσι, μπορεί κανείς μιλήσει για οικονομική ανάπτυξη, για μίγμα πολιτικής και άλλα σοβαροφανή παρόμοια όταν η Διοίκηση έχει πάθει σηψαιμικό σοκ; Όταν το 80% της δημιουργικής επιχειρηματικής ενεργητικότητας δαπανάται στην υπερνίκηση άχρηστων γραφειοκρατικών εμποδίων; Οταν οι Υπουργοί διεκπεραιώνουν τις αρμοδιότητες των Γενικών Διευθυντών ενώ οι Γενικοί Γραμματείς εκείνες των τμηματαρχών Α'. Η αντίληψη ότι μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη με αυτή την Διοίκηση είναι φενάκη, είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν εγγράφονται στον κανόνα των γενικόλογων καταγγελιών, που δεν αντιστοιχούν σε προτάσεις αλλά εκτονώνονται σε ανέξοδη κριτική. Και προτάσεις για την ανάταξη της Διοίκησης υπάρχουν και η γενική μεθοδολογία είναι γνωστή σε αρκετά από τα έμπειρα στελέχη που διαθέτει η χώρα. Μια «εκ των ων ουκ άνευ» αφετηρία θα ήταν π.χ. να μελετηθεί μια αναθεώρηση όλων των διαδικασιών μέσω των οποίων τα βασικά Υπουργεία «παράγουν» διοικητικό έργο, από την έκδοση μιας Άδειας Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων μέχρι τη νηολόγηση και εποπτική διαχείριση πλόων επαγγελματικού σκάφους αναψυχής. Θα αναδεικνύονταν μέσα από αυτό το Business Process Re-engineering (BPR), πλείστες όσες αγκυλώσεις, που ταλανίζουν πολίτες και επιχειρήσεις, μπλοκάροντας την ανάπτυξη, για να τροφοδοτούν με απασχόληση τους υπεράριθμούς διορισμένους.
Το ερώτημα είναι αν αυτές τις προτάσεις τις θέλει κάποιος, αν «ακούει κανείς»; Γιατί, όλοι γνωρίζουμε ότι μια σοβαρή Διοίκηση μειώνει τα περιθώρια αυθαιρεσίας των πολιτικών ηγεσιών, κάποιοι κολλητοί τους δεν θα γίνουν τροχονόμοι, κάποιες φίλιες δυνάμεις δεν θα εξυπηρετηθούν.
Όμως, ακόμη και αν μέσα από τις τεράστιες θυσίες στις οποίες υποβαλλόμαστε, μέσα από τις εργώδεις προσπάθειες του κ Παπαδήμου και των ελάχιστων εκείνων που με φιλότιμο τον επικουρούν, καταφέρουμε, όπως θέλω να πιστεύω, να αποφύγουμε την ανεξέλεγκτη πτώχευση (ήδη διαχειριζόμαστε την ελεγχόμενη.), θα είμαστε πάλι back to square one, στο νταμάκι Νο 1. Και δε θα προχωρήσουμε ποτέ στο 2 αν δεν φτιάξουμε τη Διοίκηση. Αυτή είναι, μετά την εξασφάλιση της εθνικής μας επιβίωσης, η προτεραιότητα σήμερα.
*Ο Ν. Ζαχαριάδης είναι οικονομολόγος και μηχανικός, Αντιπρόεδρος της ATE Βαnk.
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών μίλησε χθες Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012 στην Ολομέλεια του Σωματείου μας στη Λέσχη του Πανεπιστημίου Αθηνών, για το παραπάνω θέμα. Ακολουθεί η τοποθέτηση του:
Η τρέχουσα δύσκολη οικονομική και κοινωνική συγκυρία οφείλεται κυρίως:
(Α) Στην κατάρρευση του αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου της χώρας, η οποία επί 35 συναπτά έτη δαπανά ετησίως 5% έως 10% περίπου περισσότερα απ’ ότι παράγει, κυρίως μέσω της αλόγιστης επέκτασης ενός αναποτελεσματικού, ισοπεδωτικού, κομματοκρατούμενου και διαχειριστικά εντόνως ελλειμματικού κράτους. Το διαρκές και μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται κυρίως στο διαρκές, άλλοτε μικρό και άλλοτε μεγάλο, συνήθως όμως μεγάλο, έλλειμμα του δημόσιου τομέα, ενώ από το 2001 και μετά οφείλεται και στην ταχεία αύξηση του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
(Β) Στο παράδοξο της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα: Υψηλές κοινωνικές δαπάνες ως % του ΑΕΠ, κοντά στο 25%, όσο περίπου και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, συνυπάρχουν με ένα σχετικά (με την υπόλοιπη Ευρωζώνη) υψηλό ποσοστό φτώχειας, περίπου 20%. Τα αίτια είναι συνοπτικά τα εξής: Σπατάλη της τάξης των αρκετών δις. ευρώ το χρόνο στις κύριες συντάξεις (π.χ. 30.000 συνταξιούχοι ΙΚΑ μη απογραφέντες), υψηλό ποσοστό αναπηρικών συντάξεων, μεγάλη εισφοροδιαφυγή, ‘ευγενή’ ταμεία που χορηγούν υψηλές συντάξεις χωρίς αντίστοιχες εισφορές, αλόγιστη συνταγογράφηση φαρμάκων, κρατικά νοσοκομεία χωρίς διπλογραφικά λογιστικά συστήματα, χωρίς μηχανοργάνωση και αξιολόγηση του κόστους της αποτελεσματικότητας των ιατρικών πράξεων, κρατικά περιφερειακά νοσοκομεία που λειτουργούν με πληρότητα κάτω του 50%, υπερτιμολόγηση αναλώσιμων ιατρικών υλικών και συσκευών, έλλειψη συστημάτων ελέγχου, διοίκησης και οργάνωσης, συνδιοίκηση με συνδικάτα, υψηλά ποσοστά κέρδους φαρμακείων.
(Γ) Στην υψηλή παράνομη φοροδιαφυγή, αλλά και τη νόμιμη φοροαπαφυγή λόγω των ποικίλων εξαιρέσεων, φοροαπαλλαγών χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο, λαθρεμπορίου καυσίμων (και λόγω του ‘διπλού’ φόρου), ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά, καθυστερήσεων στην εκδίκαση υποθέσεων φοροδιαφυγής και, τελικά, λόγω της έλλειψης επαρκούς πολιτικής βούλησης για την πάταξη του φαινομένου.
(Δ) Στις υψηλές αμυντικές δαπάνες (λόγω του περιβάλλοντος ασφαλείας αλλά και της έλλειψης συντονισμού –διακλαδικότητας- μεταξύ των τριών Όπλων, καθώς και της απουσίας μεταρρυθμίσεων στην οργάνωση και λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων).
(Ε) Στη δημιουργία και αναποτελεσματική διαχείριση πληθώρας Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΔΕΚΟ), στις οποίες το Δημόσιο χορηγούσε αφειδώς κρατικές εγγυήσεις οι οποίες συνήθως κατέπιπταν αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, και στη δημιουργία και αναποτελεσματική διαχείριση εκατοντάδων δήμων και κοινοτήτων καθώς και δημοτικών επιχειρήσεων.
(ΣΤ) Στην απώλεια διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, κυρίως λόγω των περιορισμών που επιβάλλει το δημόσιο στην επιχειρηματική δραστηριότητα και τις επενδύσεις, των δεκάδων κλειστών επαγγελμάτων και αγορών, γενικότερα όμως λόγω του πνεύματος κοινωνικής αποστροφής που αυτοί οι περιορισμοί έχουν δημιουργήσει γύρω από τις έννοιες: Ανταγωνισμός, αξιοκρατία, ανταγωνιστικότητα, αριστεία, δημιουργικότητα, επιχειρηματικότητα, παραγωγικότητα.
Η χρονική συγκυρία (timing) της Ελληνικής κρίσης οφείλεται στην αποκάλυψη της πραγματικής διάστασης του προβλήματος, στην κατάρρευση της Lehman Brothers η οποία οδήγησε σε επανατιμολόγηση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων διεθνώς αλλά και στην μη έγκαιρη λήψη των κατάλληλων μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω παραγόντων είναι ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η επιβίωσή της μόνο χάριν των δανείων που λαμβάνει από τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Προτεραιότητα για την Ελλάδα σήμερα είναι η συνέχιση της χρηματοδότησής της από τους μηχανισμούς αυτούς και η παραμονή της στην Ευρωζώνη. Αυτή όμως δεν πρέπει να είναι η μοναδική προτεραιότητα: Η ελληνική οικονομία πρέπει να ανακάμψει το ταχύτερο δυνατόν και να εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί σε νέους άξονες οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι (α) διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, (β) ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, (γ) δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη, ενώ (δ) συμβάλλουν και στη διόρθωση του ακολουθούμενου σήμερα μείγματος οικονομικής πολιτικής: Εκείνου που αφορά τη σχέση φόρων καταναλωτικών δαπανών, εκείνου που αφορά τη σχέση καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών όσο και εκείνου που αφορά τη σχέση μισθών/τιμών. Η έμφαση, μέχρι σήμερα στην αύξηση των φόρων, στην οριζόντια περικοπή μισθολογικών, κυρίως, δαπανών, στην δραστική περικοπή των δημοσίων επενδύσεων, οι υπερβολές με τις μειώσεις φόρων λόγω των αποδείξεων και τέλος, οι μειώσεις μισθών χωρίς αντίστοιχη μείωση τιμών, συνιστούν στρεβλώσεις του μείγματος της οικονομικής πολιτικής, που συνέβαλαν σε μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεσης και σε μεγαλύτερη της αναμενόμενης ανεργίας. Με λίγα λόγια, η μέχρι σήμερα ασθενής μεταρρυθμιστική προσπάθεια, κυρίως η καθυστέρηση στην απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, η διατήρηση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, οι πενιχρές ιδιωτικοποιήσεις, η ελλιπής αξιοποίηση των αργούντων κρατικών υποδομών και γενικά της μεγάλης ακίνητης κρατικής περιουσίας καθώς και η έλλειψη εκσυγχρονισμού του κράτους είχαν την εξής δυσάρεστη συνέπεια: Το «σοκ» της απαραίτητης, για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και αυτό που προκλήθηκε από τον περιορισμό των τραπεζικών πιστώσεων, δεν αντισταθμίστηκαν από μια πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική οικονομία, η οποία επενδύει και εξάγει περισσότερο, με αποτέλεσμα η ύφεση να είναι βαθύτερη και το ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Οι προτεινόμενοι άξονες οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι θα στηρίξουν το νέο αναπτυξιακό και κοινωνικό πρότυπο για έξοδο της Ελλάδας από την κρίση είναι οι ακόλουθοι:
Πρώτος άξονας: Διευκόλυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής
Τα περιθώρια είναι σημαντικά τόσο για την περαιτέρω μείωση των δαπανών όσο και για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, κυρίως μέσω της κατάργησης διαφόρων καθιερωμένων μηχανισμών αντικινήτρων: Παραδείγματα: (α) Μετατροπή Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης σε Ταμεία Καθορισμένων Εισφορών με παράλληλη ενίσχυση του τρίτου πυλώνα, (β) κατάργηση του αυτοποιημένου συστήματος των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση) και αντικατάστασή τους με σύστημα αξιολόγησης και χρηματοδότησης των αντίστοιχων δαπανών, (γ) περιορισμούς του εθνικού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στα αυστηρώς απαιτούμενα κονδύλια για τη χρηματοδότηση των μη επιλέξιμων δαπανών (π.χ. απαλλοτριώσεις) που συνδέονται με τα έργα του συγχρηματοδοτούμενου (από την Ε.Ε.) σκέλους με αντίστοιχη αύξηση των κονδυλίων του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους, (δ) ενοικίαση των αργούντων υποδομών του ΕΣΥ στον εγχώριο και ξένο ιδιωτικό τομέα ή ξένα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, (ε) εισαγωγή συστημάτων μέτρησης του κόστους και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των ιατρικών πράξεων στο ΕΣΥ. Επίσης: (στ) κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών και των κοινωνικών δαπανών που δεν είναι στοχευμένες προς την καταπολέμηση της φτώχειας, (ζ) κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά, (η) η κατάργηση του καθεστώτος της διπλής φορολογίας στα καύσιμα (που είναι ο υπ’ αριθμ. Ένα παράγων άνθησης του λαθρεμπορίου) και αντικατάστασή του με κατ’ ευθείαν εισοδηματικές ενισχύσεις όπου αυτό κρίνεται κοινωνικά αναγκαίο, (θ) εισαγωγή διπλογραφικού λογιστικού συστήματος και διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλους τους Οργανισμούς και τα Νομικά Πρόσωπα που απαρτίζουν τη Γενική Κυβέρνηση, απλοποίηση και σταδιακή κατάργηση των φορολογικών κωδικών (ΚΦΕ, ΚΒΣ κλπ.) και των παρεπομένων τους (π.χ. εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος) καθώς και επέκταση της υποχρέωσης τήρησης βιβλίων και στοιχείων σε όλους τους κλάδους της οικονομίας (οικοδομές, αγροτικός τομέας).
Δεύτερος άξονας: Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
Ο άξονας αυτός έχει κυρίως δυο διαστάσεις. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει το πλέον περιοριστικό καθεστώς τόσο στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων όσο και στην αγορά εργασίας, καθώς και αναρίθμητους περιορισμούς στην επενδυτική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Προσομοιώσεις που έγιναν στο ΙΟΒΕ με το υπόδειγμα GIMF δείχνουν ότι η προσέγγιση στο μέσο ρυθμιστικό επίπεδο της Ευρωζώνης αναμένεται, ceteris paribus, να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 17% με την μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας να συμβάλλει κατά 3% και των υπολοίπων αγορών (προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων) κατά 14%.
Τα τελευταία δυο χρόνια έχει επιτευχθεί μια de facto μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας αλλά σχεδόν τίποτα στις υπόλοιπες. Σωρευτικά ο μέσος μισθός έχει μειωθεί κατά 15% στο σύνολο της οικονομίας, αλλά οι τιμές δεν προσαρμόζονται προς τα κάτω παρά τη μεγάλη ύφεση (το παραγωγικό κενό εκτιμάται σε -10% έως -12% περίπου). Η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και το άνοιγμα των αγορών (π.χ. κατάργηση του cabotage) είναι επομένως η πλέον πρόσφορη πολιτική για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Στην αγορά εργασίας τα κρίσιμα ζητήματα ευελιξίας δεν είναι ο κατώτατος μισθός, αλλά η νομιμοποίηση de facto πρακτικών τύπου kurzarbeit προκειμένου να μην κλείσουν εγχώριες επιχειρήσεις και να μπορούν να προσελκύονται ξένες, η βελτίωση του συστήματος της διαιτησίας και εξορθολογισμός των..... ωριμάνσεων που επιβαρύνουν υπέρμετρα το εργασιακό κόστος.
Η δεύτερη, εξίσου σημαντική διάσταση της χαμηλής ανταγωνιστικότητας είναι η χαμηλή καινοτομική δραστηριότητα των περισσοτέρων ελληνικών επιχειρήσεων. Αυτό σχετίζεται (α) με τη χαμηλή επίδοση του «τριγώνου της γνώσης» στην Ελλάδα (Παιδεία, Έρευνα και Ανάπτυξη, Καινοτομία), (β) με την απροθυμία πολλών ελληνικών επιχειρήσεων να επενδύσουν στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια, αφού το μέχρι σήμερα αναπτυξιακό πρότυπο ενισχύει την εσωστρέφεια και την εξάρτηση από κρατικές επιδοτήσεις και (γ) με την αποθάρρυνση των ξένων άμεσων επενδύσεων. Η στροφή προς το νέο αναπτυξιακό πρότυπο απαιτεί: την άρση των αντικινήτρων στις επενδύσεις και δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας στη βάση μιας διαφανούς εταιρικής σχέσης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, προσέλκυση ξένων κεφαλαίων κυρίως μέσω των ιδιωτικοποιήσεων της κινητής και ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και, τέλος, ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας.
Τρίτος άξονας: Ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας μέσω επενδύσεων και της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου
Η άρση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις και το άνοιγμα των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων και εργασίας σε περισσότερο ανταγωνισμό ενισχύει, παράλληλα με την ανταγωνιστικότητα, και τις ιδιωτικές επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.
Στις σημερινές συνθήκες περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και της ρευστότητας, η διοχέτευση των πόρων του ΕΣΠΑ (περίπου 14 δις.ευρώ μέχρι το 2015) σε υποδομές και δραστηριότητες με μεγάλο εισοδηματικό πολλαπλασιαστή σε υποδομές και δραστηριότητες που αυξάνουν την παραγωγικότητα και σε υποδομές και δραστηριότητες που ενισχύουν την εξωστρέφεια (δηλαδή αυξάνουν τις εξαγωγές και υποκαθιστούν εισαγωγές) είναι πρωτεύουσας σημασίας. Η περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα προηγούμενα δυο χρόνια με σκοπό είτε να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα είτε λόγω χαμηλής ικανότητας για απορροφητικότητα είχε μεγάλη συμβολή στη διόγκωση της ύφεσης και της ανεργίας: Προσομοιώσεις στο ΙΟΒΕ έδειξαν ότι πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων ξεπερνά κατά πολύ τους λοιπούς δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές. Σήμερα μέρος του ερευνητικού προγράμματος του ΙΟΒΕ επιδιώκει να ταυτοποιήσει τους κλάδους και τις υποδομές με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία υπό τη μορφή ακίνητης και κινητής περιουσίας πολύ μεγαλύτερης αξίας (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από όλες τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Αν και ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβής αξία αυτής της περιουσίας (υπάρχει μόνο μια χονδρική εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην ΚΕΔ), το εκτιμώμενο μέγεθός της και η δυνατότητα βελτίωσης με την κατάλληλη πολιτική χρήσεων γης, δημιουργούν τη βάση για την εφαρμογή προτάσεων που θα μπορούσαν αφενός να μειώσουν το βάρος των δανειακών υποχρεώσεων του δημοσίου και αφετέρου να δημιουργήσουν συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης.
Τέταρτος άξονας: Η δημιουργία και στήριξη ενός νέου κοινωνικού προτύπου
Το νέο κοινωνικό πρότυπο πρέπει να είναι διαφορετικό από το σημερινό, όπου υπάρχει αφενός το παράδοξο της συνύπαρξης υψηλών δαπανών κοινωνικής προστασίας (25% του ΑΕΠ) και υψηλού ποσοστού φτώχειας (20%) και αφετέρου σύγχυση μεταξύ κοινωνικών στόχων και κρατισμού, με αποτέλεσμα τη σπατάλη πόρων: Προσλήψεις στο δημόσιο, κρατικές επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα, εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, στρεβλοί έλεγχοι τιμών και συνδιοίκηση με τα συνδικάτα, δεν συνιστούν κοινωνική πολιτική, αλλά σπατάλη πόρων. Το νέο κοινωνικό πρότυπο πρέπει να διακρίνεται από ίσες ευκαιρίες με έμφαση στην ίση πρόσβαση σε δημόσια αγαθά υψηλής ποιότητας (δημόσια παιδεία, υγεία), δίκαιο και απλό φορολογικό σύστημα, δημιουργία διχτυού προστασίας με ανακατανομή των υψηλών κοινωνικών δαπανών (το ποσοστό τους στο ΑΕΠ, περίπου 25%, όπως προαναφέρθηκε, είναι παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της Ευρωζώνης). Δηλαδή, με ανακατανομή πόρων από τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, τη σπατάλη στην υγεία, την άμυνα, τις ΔΕΚΟ, τους αυτόματους και παρωχημένους μηχανισμούς χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης και τις υψηλές συντάξεις των ‘ευγενών ταμείων’ προς επιδόματα ανεργίας μεγαλύτερης διάρκειας, προς ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και στοχευμένες δαπάνες επανεκπαίδευσης εργαζομένων καθώς και προς την εγκαθίδρυση ελάχιστου εισοδήματος για την καταπολέμηση της φτώχειας. Πρέπει άμεσα να προωθήσουμε το μετασχηματισμό του κοινωνικού κράτους (α) με έμφαση στην ενίσχυση και αναβάθμιση των μηχανισμών σχεδιασμού και διοίκησης με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και (β) την καλύτερη στόχευση των πολιτικών έτσι ώστε να απευθύνονται σε εκείνους που έχουν πραγματικά ανάγκη. Οι πόροι που διατίθενται πρέπει να έχουν τα ανάλογα αποτελέσματα. Δεν αρκεί πλέον να νομοθετούμε οριζόντια μέτρα. Είναι κρίσιμο να εφαρμόσουμε μια ενεργό διαχείριση της κοινωνικής πολιτικής. Να αξιολογούμε και να επανασχεδιάζουμε με βάση τα αποτελέσματα. Στην ουσία, χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο: Περισσότερο ανταγωνισμό, ευελιξία και κινητικότητα, αλλά συγχρόνως ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο κοινωνικό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η εξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει και σε μετακινήσεις του εργατικού δυναμικού: Περίπου 10-15% του συνόλου αναμένεται να μετακινηθεί από κλάδους και επιχειρήσεις εσωστρεφείς, προς κλάδους παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή προς κλάδους και επιχειρήσεις που παράγουν εξαγώγιμα προϊόντα και υπηρεσίες καθώς και υποκατάστατα εισαγομένων προϊόντων και υπηρεσιών. Το επιχείρημα αυτό θέτει επί τάπητος το ρόλο των κοινωνικών εταίρων και του κράτους. Επίσης ανασύρει στην επιφάνεια τα διεθνώς επιτυχημένα παραδείγματα προσαρμογής σε κρίσεις, όπως το Σκανδιναβικό «ευελιξία-ασφάλεια» και το Γερμανικό kurzarbeit, αλλά και την αντίθεση μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής και εκείνων της Νοτιοανατολικής Ασίας όσον αφορά στην κοινωνική αντιμετώπιση και τη διάρκεια της κρίσης: Στην Νοτιοανατολική Ασία η κρίση διήρκεσε πολύ λίγο, διότι οι κοινωνικοί εταίροι συντονίστηκαν με την Πολιτεία και κατένειμαν μεταξύ τους το κόστος της κρίσης με συναινετικές διαδικασίες. Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου υπήρξε γενικώς κλίμα κοινωνικής σύγκρουσης, η κρίση διήρκεσε πολλά χρόνια.
Σήμερα απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός του κράτους με επικέντρωση στον πυρήνα του: στις επιτελικές, εποπτικές και κοινωνικές λειτουργίες. Ας σχεδιάσουμε αυτό το μετασχηματισμό τώρα, εφαρμόζοντας τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις με συστηματικότητα. Εάν το πράξουμε, η οικονομική κρίση θα μετατραπεί σε ευκαιρία. Εάν δεν το πράξουμε, θα μετατραπεί σε βαθιά και μακροχρόνια κοινωνική κρίση.
Η ομιλία του Προέδρου Γιάννη Αναστασόπουλου στη δημόσια συζήτηση που διοργάνωσε το Σωματείο μας με θέμα: "Υπάρχει τέλος στο «Πωλείται ελπίδα»; Απαντούν οι Πολιτικοί και η Κοινωνία των Πολιτών" που έγινε την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012 στο ΕΒΕΑ .
Κυρίες και κύριοι,
Η οικονομική κρίση αποτέλεσε τον καταλύτη για να αναδειχθούν και όλα τα άλλα προβλήματα και οι παθογένειες του μοντέλου κοινωνίας που, από τη μεταπολίτευση και με ευθύνη του κομματικού συστήματος, έχει δομηθεί στη χώρα και σε όλα τα επίπεδα (θεσμικό, νομοθετικό, κοινωνικό, συνδικαλιστικό, εκπαιδευτικό, δικαιοδοτικό).
Και δυστυχώς καθημερινά διαπιστώνουμε πως δεν πήρε τέλος η άκρατη κομματική παλινωδία ενώ διάχυτη είναι η άποψη ότι η σωτηρία της Ελλάδας συνεχίζει να υποτάσσεται στο κομματικό συμφέρον, με συνέπεια να κινδυνεύουμε να ξεφύγουμε τελείως από το χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους ευρωπαίους εταίρους μας και να επισφραγισθεί, με δική μας και μόνο υπαιτιότητα, ο οικονομικός αφανισμός και η εξαθλίωση της χώρας μας.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η κοινωνία των πολιτών καλείται να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν, καθώς, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους παλαιούς πολιτικούς σχηματισμούς στον ίδιο βαθμό όπως παλιά, συνειδητοποιώντας πως ακόμη και μπροστά σ’ αυτήν την κρίσιμη για τη χώρα οικονομική συγκυρία, το πολιτικό κατεστημένο συνεχίζει απτόητο και αμετανόητο τη μέθοδο πώλησης ελπίδας του τύπου: εμείς θα είμαστε καλύτεροι από τους προηγούμενους...
Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, αποτέλεσμα διαχρονικών πελατειακών σχέσεων ανάμεσα σε κόμματα και πολίτες-ψηφοφόρους.
Η δημόσια διοίκηση δεν στελεχώνονταν βάσει των κοινωνικών αναγκών κι ύστερα από αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής, αλλά σύμφωνα με τις μικρο-πολιτικές σκοπιμότητες των εκάστοτε υπουργών, βουλευτών, τοπικών αρχόντων κ.ο.κ. Με αυτόν τον τρόπο, βρέθηκαν να βολεύονται και όχι να εργάζονται στον δημόσιο τομέα άνθρωποι που όχι μόνο δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες, αλλά στην ουσία δεν είχαν κανένα αντικείμενο εργασίας! Ως αποτέλεσμα, ο δημόσιος τομέας διογκώθηκε σε βάρος του ιδιωτικού, ενώ η δημόσια διοίκηση όχι μόνο δεν ήταν ανεξάρτητη, αλλά επηρεαζόταν διαρκώς από κομματικές παρεμβάσεις και πιέσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι όταν αναλαμβάνονταν ορθολογικά μέτρα για την εξυγίανση του δημόσιου τομέα, όπως π.χ. η νομοθεσία για το ΑΣΕΠ, συχνά υπονομεύονται με ιδιοτελείς κομματικές πρακτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι η νομοθεσία περί ΑΣΕΠ έχει αναθεωρηθεί 80 φορές, ούτε ότι το ΑΣΕΠ συχνά παρακάμφθηκε με στρατιές ρουσφετολογικά διορισμένων συμβασιούχων, ούτε ότι οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης δεν αξιοποιούνται παρά τις περί του αντιθέτου σχετικές πρόνοιες του νόμου.
Συγκεκριμένα:
Από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης έχουν αποφοιτήσει, από το 1983 και μετά, τουλάχιστον 1.500 άνθρωποι. Νομοθετικά έχει προβλεφθεί όπως οι απόφοιτοί της ακολουθούν σταδιοδρομία ταχείας ανέλιξης. Από τους 1.500 απόφοιτους μέχρι πέρυσι, είχαμε μόνο ένα Γενικό Διευθυντή που ήταν απόφοιτος της σχολής, 34 Διευθυντές και περίπου 250 τμηματάρχες, από σύνολο 205 Γενικών Διευθυντών, 5.000 διευθυντών, και 16.000 Τμηματαρχών! Όποιος πολιτικός ενδιαφέρεται για μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, πρέπει να πάρει στα σοβαρά τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Το προβλέπει και ο νόμος. Δεν του λείπει κανένα εργαλείο. Το μόνο που του λείπει είναι η βούληση για την εφαρμογή του.
Δυστυχώς μέχρι τώρα καμία κυβέρνηση δεν ανέλαβε το πολιτικό κόστος να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις για την εκ βάθρων ανασυγκρότηση της διαλυμένης και διεφθαρμένης δημόσιας διοίκησης καθώς θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις πελατειακές σχέσεις, τα συντεχνιακά συμφέροντα και με νοοτροπίες δεκαετιών. Αντίθετα είδαμε οριζόντιες, και πολλές φορές άδικες, μειώσεις μισθών, κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση, αποτυχημένες εφεδρείες – «λύσεις» που κάθε άλλο παρά αγγίζουν τη ρίζα του προβλήματος.
Πρόσφατα, για μια ακόμη φορά, επανήλθε στο προσκήνιο το μεγάλο πρόβλημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας, με τον προβληματισμό του εάν και κατά πόσο το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι ο βασικός παράγων που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητά και κατατάσσει την Ελλάδα στην 90η θέση μεταξύ 142 χωρών που μετρά το World Economic Forum.
Στρουθοκαμηλίζουμε, όμως, όταν ξεχνάμε ότι από τους βασικούς παράγοντες που προσμετρώνται και που η χώρα μας παίρνει τη χαμηλότερη βαθμολογία από όλα σχεδόν τα κράτη είναι το μακροοικονομικό περιβάλλον που έχει σχέση με τα ελλείμματα και τη δημοσιονομική της εκτροπή.
Ο δεύτερος βασικός παράγων είναι οι θεσμοί (λειτουργία του Κράτους) – τομέας στον οποίο η Ελλάδα κατέχει την 96η θέση. Και στους δύο αυτούς τομείς το πολιτικό μας σύστημα έχει αποτύχει δραματικά όλα αυτά τα χρόνια κάνοντας μάλιστα και διαπιστωτικές παραδοχές από υπεύθυνα χείλη του τύπου «Αυτή είναι η Ελλάδα», «Ο μεγάλος ασθενής είναι το Κράτος», «Κυβερνώ ένα διαφθαρμένο Κράτος» κλπ.
Σήμερα και κατ’εντολή της Τρόικας η Κυβέρνηση εστιάζει στην πιθανή επέκταση των μισθολογικών μειώσεων και στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει όμως να αναλογιστούμε εάν αυτό και μόνο αρκεί ως μέτρο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η απάντηση θα είναι σίγουρα αρνητική. Κι αυτό καθώς στις επιχειρήσεις αλλά και στο κράτος ένα τεράστιο οικονομικό κόστος προέρχεται από την αναποτελεσματικότητα ή και μη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, την πολυνομία, τις συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο και τη διαφθορά.
Στην παρούσα φάση λοιπόν, δεν θα πρέπει να μας απασχολεί μόνο το θέμα της μείωσης των μισθών, εάν παράλληλα δεν γίνουν τα ουσιαστικά βήματα για την εξάλειψη της παθογένειας που μαστίζει τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Ένα χρονίως φαύλο πολιτικό σύστημα συντηρεί και συντηρείται από την αναποτελεσματική και εν πολλοίς φαύλη στη λειτουργία της δημόσια διοίκηση – τα δύο αυτά μέρη είναι οι πόλοι ενός και του αυτού συστήματος. Η δημόσια διοίκηση δεν θα αλλάξει αν δεν αλλάξει η πολιτική κουλτούρα, και αντιστρόφως.
Στις ώριμες δημοκρατίες δεν κυριαρχούν οι πολιτικοί στο δημόσιο βίο. Οι πολιτικοί είναι εφήμεροι, οι δημόσιοι λειτουργοί όχι. Τη θεσμική μνήμη της χώρας την περιφρουρεί η Διοίκησή της, η Δημόσια Διοίκηση. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια Δημόσια Διοίκηση η οποία θα είναι ανεξάρτητη από το πολιτικό σύστημα. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι απαραίτητο το πολιτικό σύστημα να αυτοπεριοριστεί, να θέσει φραγμούς στην κομματοκρατία. Ο αυτοπεριορισμός είναι αποτέλεσμα ισχυρής πολιτικής δέσμευσης η οποία προτάσσει το δημόσιο από το επιμέρους κομματικό συμφέρον – αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν statesmanship. Ο αυτοπεριορισμός θα πάρει σάρκα και οστά με συγκεκριμένα μέτρα.
Θέλω λοιπόν να καταθέσω για δημόσια συζήτηση μερικές προτάσεις εφικτών αλλαγών τις οποίες οποιαδήποτε κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει άμεσα:
1: Παγίωση της ουσιαστικής λειτουργίας της ιεραρχίας με έμφαση στην ανάδειξη των Γενικών Διευθυντών και όχι η υποκατάστασή της από τους συμβούλους της πολιτικής ηγεσίας μέσω των οποίων ασκείται πολιτική και που εναλλάσσονται κάθε φορά που απέρχεται ο υπουργός, υφυπουργός, γενικός γραμματέας.
2: Τοποθέτηση μόνιμων Γενικών Γραμματέων σε κρίσιμα Υπουργεία.
3: Εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης των Δημοσίων υπαλλήλων, με βάση τα αποτελέσματα της εργασίας τους και όχι την τυπική τήρηση των διαδικασιών. Θέτοντας στο επίκεντρο τον πολίτη και την ποιότητα των παρεχόμενων προς αυτόν υπηρεσιών και όχι στην αναπαραγωγή μίας αναχρονιστικής και εσωστρεφούς διοικητικής γραφειοκρατίας.
4: Αναβάθμιση του επιπέδου της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και η ουσιαστική αξιοποίηση των αποφοίτων.
5: Η Δημόσια Διοίκηση είναι δομημένη έτσι ώστε κάθε απόφαση από τις πιο απλές (απόσπαση υπαλλήλου) ως τις σημαντικές (εγκρίσεις επενδύσεων) να χρειάζεται υπουργική υπογραφή. Στην καλύτερη περίπτωση μία, στις περισσότερες περιπτώσεις δύο ή τρεις ή και περισσότερες (ΚΥΑ). Τα πάντα αργούν βασανιστικά να γίνουν, τίποτα δεν προχωράει καθώς οι υπουργικές υπογραφές αργούν μήνες. Η προσπάθεια του συνόλου της Διοικητικής μηχανής να αποποιηθεί των ευθυνών της και να παραπέμψει τα πάντα στους υπουργούς είναι ένας ακόμη βασικός λόγος που δημιουργήθηκε αυτό το υδροκέφαλο και αντιπαραγωγικό κράτος. Να λοιπόν κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει η απαίτηση των υπουργικών υπογραφών. Αυτό θα ήταν μια ουσιαστική μεταρρύθμιση.
6: Ενιαιοποίηση όλων των ελεγκτικών υπηρεσιών του δημοσίου υπό έναν ενιαίο φορέα.
7: Δημιουργία Ανεξάρτητης Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς.
Δεν λέω ότι είναι εύκολο ν’ αλλάξεις εν μία νυκτί νοοτροπίες, δράσεις και συμπεριφορές δεκαετιών. Υποστηρίζω απλώς ότι είναι εφικτό να προχωρήσεις αποφασιστικά στις σωστές αλλαγές με σχέδιο, πειθαρχία, επιμονή και αμεσότητα.
Μπορούμε να επικαλεστούμε εκατοντάδες αιτίες πιθανής αποτυχίας, αλλά ούτε μία δικαιολογία για την σωτηρία ή μη της χώρας!